Πέμπτη, Μαΐου 24, 2007
Πέμπτη, Μαΐου 17, 2007
H Πανεπιστημίου...
Γιατί..., όπως είπε κι ο ποιητής,
"όσο για την αγάπη, μυρμήγκια,
μα θα κρατήσουμε ευάερους τους διαδρόμους
κι αλώβητη την έξοδο... "
Κυριακή, Μαΐου 13, 2007
Mαγκιόρα μάνα...




Καθώς κατέβαινα το δρόμο πετάχτηκε σα φάντασμα μπροστά μου με μια αγκαλιά λουλούδια που έσπαγαν μύτη. Μου χαμογέλασε… “Σύρε αύριο στον τάφο της και βάλε τούτα εδώ να τα μυρίζει… Άντε παιδί μου…, να χαρείς…”
---
Δεν ξαναειδοθήκανε αυτές οι δυο, το ξέρω καλά. Έτσι όμως μου είπε η γύφτισσα που έθαψε παιδί...
(Kαι μ’ έστειλε αδιάβαστη, για άλλη μια φορά, η αρχοντιά μαγκιόρας μάνας…)
Παρασκευή, Μαΐου 11, 2007
Σκατόπαιδα και τα δύο…

Σκατόπαιδα και τα δύο…,
Mε το που ανοίγετε μάτι, αντί κλανιάς, σε απίστευτη συχνότητα παράδεισους αμολάτε… Γεμίζει κάθε τόσο το δωμάτιο άρωμα γαζίας… Παλιόπαιδα…
Πώς γίνεται από τόσο μακριά; Ποιο μαγικό ραβδί κινάτε; Mε ποιού Θεού τη χάρη; Ποια Παναγιά... δε θα προσευχηθεί για να’ρθει το καλό και να χαϊδέψει τα φτερά σας;
Το δάκρυ μου φροντίδα..., δροσερό.
Βάλσαμο όπου πατάτε.
Βάλσαμο όπου πατάτε.
Αντινόη
Τρίτη, Μαΐου 01, 2007
Mη βγάλεις δάκρυ...

Κανόνιζε πάντα τέτοια μέρα να βρει το χρόνο της για μας. Μας αμόλαγε στο πίσω κάθισμα άνοιγε τα μπροστινά παράθυρα και ξεχυνόμαστε είτε σε παραλίες είτε σε κάποιο ανθισμένο κτήμα, κάτι σαν κοντινή εκδρομή αναζωογόνησης... Μας πείραζε, μας τζόλευε, παθαίναμε πλάκα πως δινόταν αυτή η γυναίκα όταν ήθελε, γιατί ήταν αυστηρή και μαζί μας, πολύ πειθαρχημένη λόγω δουλειάς, ευθύνης και απίστευτων κοινωνικών υποχρεώσεων!
Ήταν ο θεός μου... Τραγούδι, κυνηγητό, καταλήγαμε να κυλιόμαστε στα χορτάρια, να παλεύουμε, να μας λέει ιστορίες για αγρίους ξαπλωμένες ανάσκελα.. Έβγαζε τα ελαττώματά μας και τα ξέσκιζε εκεί, ξαπλωμένες αγκαλιά μαζί, τα λέγαμε όλα τα στραβά μας... Με ένα λουλούδι ύστερα, εκεί που έγερνες πια -κι από την τόση ευτυχία έκλεινες τα μάτια σφιχτά κάτι σα να μη σου φύγει η σκηνή..., μπορεί και να γαργάλαγε τ’ αφτί της αδελφής μου, τσαντήλα αυτή, κυνηγητό κι αγκαλιές... Δυο κόρες με μια μάνα θεό... Χυμένα τα ξέμπλεκα μαλλιά της, μια οπτασία ομορφιάς με γενναιοδωρία μαζί..., σπάνιος άνθρωπος..., χρόνια με πήρε να κυκλοφορήσω τον πρόωρο χαμό της...
Μαζεύαμε λουλούδια και έφτιαχνε η άτιμη κάτι στεφάνια! Ένα κρεμούσαμε στην είσοδο του πατρικού και ένα, (όταν γυρνούσε σπίτι αμέσως έμπαινε στο μπάνιο, φόραγε ένα μεταξωτό της κλασικά και σχεδόν σαν αερικό του Μάη -έτσι μου φαινόταν στα μάτια μου, σαν κάτι πολύ σπέσιαλ για τούτο τον κόσμο- πεταγόταν μέχρι την ενορίας μας, να το κρεμάσει) στην πόρτα της εκκλησιάς. "Μέχρι να στρώσετε τραπέζι" έλεγε και χανόταν αθόρυβα... Όπως ακριβώς κι όταν γυρνούσε... Αθόρυβη και πολύτιμη... Σαφώς δε φανέρωνε που πάει -άλλωστε μόνο σε υποχρεώσεις και Μ. Παρασκευή πήγαινε εκκλησία γιατί δεν προλάβαινε να παίξει με το διάολο όπως έλεγε... Εγώ πάντα ήξερα... Έβλεπα την άλλη μέρα στο σχολείο το στεφάνι απέναντι στη μαντεμένια πόρτα της εκκλησιάς να ξεχωρίζει πάντα απ’ τα άλλα… Και να σου ψηφίζουν τα φιλαράκια το ποιο ωραίο, να'ναι το δικό της και να φουσκώνεις από περηφάνεια μα από κάτι μάλλον που γινόταν θρύψαλα μέσα σου να μη το φανερώνεις... Μόνο ένα δάκρυ... Απίστευτη γυναίκα όχι γιατί ήταν μάνα μου..., ήμουν απλά τυχερή... "Για πάρτη σου", μου έλεγε, "όπως το γουστάρεις εσύ..." Και πρόσθετε με νόημα: "αγάπη με ότι καταπιάνεσαι και σεβασμό, προχώρα... "
Όταν πέθανε και ανοίξανε το φέρετρο..., ένα λουλούδι είχαν βάλει στ’ αφτί της... Πάγωσε όλο το κοιμητήριο… Δεν είχαν αντικρύσει τα μάτια μου τέτοια ομορφιά..., συγχρόνως και να νοιώθω τελειωμένη... Θυμήθηκα τα μαγιάτικα στεφάνια της με απαραιτήτως ένα λουλούδι παράταιρο που έβγαζε όλο το κάλλος...
(Μάνα..., μη βγάλεις δάκρυ… Bγάζω τη μέρα όπως μου έμαθες...)
Ήταν ο θεός μου... Τραγούδι, κυνηγητό, καταλήγαμε να κυλιόμαστε στα χορτάρια, να παλεύουμε, να μας λέει ιστορίες για αγρίους ξαπλωμένες ανάσκελα.. Έβγαζε τα ελαττώματά μας και τα ξέσκιζε εκεί, ξαπλωμένες αγκαλιά μαζί, τα λέγαμε όλα τα στραβά μας... Με ένα λουλούδι ύστερα, εκεί που έγερνες πια -κι από την τόση ευτυχία έκλεινες τα μάτια σφιχτά κάτι σα να μη σου φύγει η σκηνή..., μπορεί και να γαργάλαγε τ’ αφτί της αδελφής μου, τσαντήλα αυτή, κυνηγητό κι αγκαλιές... Δυο κόρες με μια μάνα θεό... Χυμένα τα ξέμπλεκα μαλλιά της, μια οπτασία ομορφιάς με γενναιοδωρία μαζί..., σπάνιος άνθρωπος..., χρόνια με πήρε να κυκλοφορήσω τον πρόωρο χαμό της...
Μαζεύαμε λουλούδια και έφτιαχνε η άτιμη κάτι στεφάνια! Ένα κρεμούσαμε στην είσοδο του πατρικού και ένα, (όταν γυρνούσε σπίτι αμέσως έμπαινε στο μπάνιο, φόραγε ένα μεταξωτό της κλασικά και σχεδόν σαν αερικό του Μάη -έτσι μου φαινόταν στα μάτια μου, σαν κάτι πολύ σπέσιαλ για τούτο τον κόσμο- πεταγόταν μέχρι την ενορίας μας, να το κρεμάσει) στην πόρτα της εκκλησιάς. "Μέχρι να στρώσετε τραπέζι" έλεγε και χανόταν αθόρυβα... Όπως ακριβώς κι όταν γυρνούσε... Αθόρυβη και πολύτιμη... Σαφώς δε φανέρωνε που πάει -άλλωστε μόνο σε υποχρεώσεις και Μ. Παρασκευή πήγαινε εκκλησία γιατί δεν προλάβαινε να παίξει με το διάολο όπως έλεγε... Εγώ πάντα ήξερα... Έβλεπα την άλλη μέρα στο σχολείο το στεφάνι απέναντι στη μαντεμένια πόρτα της εκκλησιάς να ξεχωρίζει πάντα απ’ τα άλλα… Και να σου ψηφίζουν τα φιλαράκια το ποιο ωραίο, να'ναι το δικό της και να φουσκώνεις από περηφάνεια μα από κάτι μάλλον που γινόταν θρύψαλα μέσα σου να μη το φανερώνεις... Μόνο ένα δάκρυ... Απίστευτη γυναίκα όχι γιατί ήταν μάνα μου..., ήμουν απλά τυχερή... "Για πάρτη σου", μου έλεγε, "όπως το γουστάρεις εσύ..." Και πρόσθετε με νόημα: "αγάπη με ότι καταπιάνεσαι και σεβασμό, προχώρα... "
Όταν πέθανε και ανοίξανε το φέρετρο..., ένα λουλούδι είχαν βάλει στ’ αφτί της... Πάγωσε όλο το κοιμητήριο… Δεν είχαν αντικρύσει τα μάτια μου τέτοια ομορφιά..., συγχρόνως και να νοιώθω τελειωμένη... Θυμήθηκα τα μαγιάτικα στεφάνια της με απαραιτήτως ένα λουλούδι παράταιρο που έβγαζε όλο το κάλλος...
(Μάνα..., μη βγάλεις δάκρυ… Bγάζω τη μέρα όπως μου έμαθες...)