Κυριακή, Αυγούστου 12, 2007

Eυγνωμοσύνη..

Είναι σα μάχη σφαίρες να περνάν ξυστά να σου σφυρίζει ο τόπος θάνατο κι εσύ μες στη γαλήνη σου να κόβεις γιασεμιά σώνει και καλά να τα μυρίζεις.. Τι χτυπάτε ρε, εδώ είμαι! Καβάλα στ’ άλογο τη βγάζω.. Ξεφεύγω γλείφοντας πληγές, οι ζάρες βγάζουν ομορφιά όταν χαμογελάς κι είναι αντί για ευχαριστώ.. Κι όχι πολλά.., μα ευγνωμοσύνη.. Αφήνομαι κάποτε κορμί που αγγίζει πληγιασμένο σώμα μοναξιά, γιατί όποιος τον ήλιο θέλησε να πιάσει χωρίς τρέμουλο άνοιξε τρύπα κι έλιωσαν όλα, δεκάρα ξεχασμένη σ’ ένα συρτάρι κομοδίνου δίπλα στα φάρμακα.. Έτσι το θέλησε η μοίρα, έτσι έγινε. Βαριέμαι αυτούς που ψάχνουν το γιατί και το ποιός φταίει. Όπως και να’ χει, εγώ το εισπράττω κι είναι παράδεισου όλα τούτα που συμβαίνουν.. Άγγελοι κατεβαίνουν μπρος και προσκυνούν.. Ευχές που άνθρωπος δεν τόλμησε να ξεστομίσει σ’ άνθρωπο δικό του.. Κι ευγνωμοσύνη.. Έχεις ποτέ σου ανάψει ένα κερί.., ένας υπηρέτης Σου είμαι Κύριε.., Θεέ μου.., μου τα ΄χεις δώσει όλα, όλα… Και δάκρυα και ντροπή που εσένα δε σ’ ακούμπησε το μαύρο πέπλο μιας τυχαίας νύχτας.. Γι’ αυτό σας λέω μη με χτυπάτε πια δε χαμπαριάζω, τσάμπα βαράτε. Πιάνουν τα βόλια τα πηχτά της λάσπης χωνεμένα μια καβαλάρισσα;

Παρασκευή, Αυγούστου 10, 2007

Γυναίκα

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ' είδες;
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα

Κυριακή, Αυγούστου 05, 2007

Mπαλάντες θέλω απόψε, του Γιώργου Μίχου

Μπαλάντες θέλω απόψε για µιά περίλυπη ψυχή. Γιατί θυµάµαι µέλλοντα και καίγοµαι σαν το χαρτί. Βάλε το ποτέ και δίπλα κάτι ξύσµατα καθηµερινότητας. Έτσι θα πάω. Με κάτι από σφιγµένα δόντια πόνου όταν ο χειρουργός κόßει χωρίς αναισθητικό και ντρέπεσαι να κλάψεις. Ω! Κυριακή µέ γεύση από τέλος του κόσµου, µαγικό µινόρε που µ'αφήνεις περπατώντας σε φωτισµένες εθνικές οδούς. Εγώ κατάγοµαι απ'το µαύρο των χειλιών της µάννας µου που τρέφει τώρα µε τη ßροχή χλόη και σαλιγγάρια. Και δεν το ξέρεις. Γιατί τ'αρώµατα της µαύρης ρίζας είναι όλα λευκά. Κι είµαι από χρόνια µαθηµένος να πενθώ ότι ποτέ µου δεν θα έχω στα λευκά. Μα να που φτάνει κάποτε µια Κυριακή να σε λυγίσει. Που ßγαίνει ένα παιδί µε τη σφεντόνα στο Θεό απέναντι να τον δικάσει κλαίγοντας µε µουσική. Γιατί στο άκουσµα µιας µουσικής θλιµµένης κι ο Θεός δικάζεται. Που ήσουνα Θεέ µου εκεί στα πρώτα χρόνια του ογδόντα; Γιατί όλη αυτή η οµορφιά προς θάνατο; Γιατί ένα πάθος άχρηστο να τρίζει στα οστά µας; Να πεθάνουµε, ναι, να πεθάνουµε, αν είναι να τελειώσουνε αυτές οι κλίµακες των Κυρικών της θλίψης. Δεν