Πέμπτη, Μαΐου 24, 2007

Ίαμβοι και ανάπαιστοι















Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας
αθέλητα κρυμμένη.

Kωστής Παλαμάς 1897

Πέμπτη, Μαΐου 17, 2007

H Πανεπιστημίου...

Γιατί..., όπως είπε κι ο ποιητής,
σο για την αγάπη, μυρμήγκια,
μα θα κρατήσουμε ευάερους τους διαδρόμους
κι αλώβητη την έξοδο... "

Κυριακή, Μαΐου 13, 2007

Mαγκιόρα μάνα...

Είχε λυσσάξει η γειτονιά να σηκωθούν να φύγουν, χάλαγαν τη μόστρα. Ήταν αφόρητη, λέει, η κατάσταση. Δεν την μπορούσαν. Ανέβαινες το δρόμο και πρώτο απ’ όλα έπαιρνες μάτι το τσαρδί τους. Χαλιά ανακατεμένα με βρακιά πρώτο τραπέζι πίστα. Ράντζα της πλάκας κι απάνω ξέστρωτοι μπόγοι, κάτι κουβάρια αφημένα κουβέρτες από κείνες με τα κιτσάτα σχέδια που ακόμα όταν παντρεύονται τα σέρνουν πίσω στην καρότσα και τα επιδεικνύουν με καμάρι και κορνάρουν. Κότες να κουτσουλάνε όπου βρουν κι οι δύο τους σκύλοι, ένας ζαβός από το ένα μάτι κι ένας αρτιμελής με τρίχωμα τζίβα απ’ την απλυσιά, να παραπατούν χαζεμένοι απ’ το ντουμάνι. Χασίσι να μυρίζει η γειτονιά κι ο γύφτος ξαπλωμένος πάνω στο καπό τ’ αγροτικού να ρίχνει τούφες και ν’ αερίζονται τα απαυτά του, ατάραχος, δεν τρέχει τίποτα, άρχοντας στον οντά του. Κι ένα μικρό ξυπόλητο, μυξιάρικο κλαμένο, με την τσουτσούνα έξω να κατουράει μες σε κάτι παρατημένα ταψιά δίπλα στο φούρνο, ίδιος ο πατέρας του... Απίστευτη ιστορία!
Τους γούσταρα τους γείτονες μάλλον γιατί ήταν τόσο χύμα που δεν το άντεχαν οι νεόπλουτοι με τις πισίνες και τις κλαίουσσες πιο πάνω, έβλεπα να ιδρώνει ο σβέρκος τους κάθε που άνοιγαν θέμα για το κιτσάτο της κατάστασης και κατά βάθος το διασκέδαζα. Φόρτσα οριντζινάλε, έλεγα μέσα μου, γαμήστε τα κυρίλια! «Δεν είναι δυνατόν! Να ’χουμε ρίξει τόσα φράγκα κι ο κόσμος να αντικρίζει στη στροφή τόση αναρχία! Έλεος! Να φύγουν από δω οι κόπρες οι γυφταίοι, αμάν να ξεβρωμίσει ο τόπος!». Δε συμμετείχα στη συσπείρωση. Άλλαζα θέμα. Στο όνομά μου ήταν το κτήμα μα δε μ’ έβγαζε ο δρόμος πια συχνά. Την πήγαινα όμως αυτή τη ράτσα. Ήταν που κάθε Πάσχα γινόταν της πουτάνας απ’ τα κλαρίνα και τα γλέντια, ήταν που ζήλευα τις φούστες που φορούσαν κάτι κουκλάρες τους ξερακιανές δίμετρες, ήταν τα μάτια εκείνα των παιδιών τους, ντουζίνες μαύρα μάτια λαμπερά που με κοιτούσαν σαν περνούσα με τ’ αμάξι κι ένοιωθα (τσσς!) θεά… Ό,τι και να ‘ταν εγώ υπογραφή δεν έβαζα να φύγουν. Να παν να γαμηθούν τα φράγκα, αει σιχτίρ, κοπρίτες που λάδωσε τ’ άντερό σας και γίνατε τσιφλικάδες. Μ’ άρεσε εξάλλου αυτή η αναρχία. Κυρίως γιατί με ισορροπούσε μέσα μου... Έτσι είναι η ζωή… Άλλος γαμάει κι άλλος γαμιέται, ένα πράγμα δίπλα μας… Εδώ σε θέλω…
Πού ήσουν μάνα όλη νύχτα, είσαι καλά; Έπεσε πάνω μου και έκλαιγε με λυγμούς! (Αυτή που έτρεμε μη σου χαρίσει ένα δάκρυ...) “Έχασε ο Δημήτρουλας το γυιό του το μικρό!” (Αν είχε πατήσει δυο φορές το πόδι της σε εκείνο το κτήμα, πού ήξερε τον Δημήτρουλα!) “ Έμεινα όλο το βράδυ στη σκηνή τους να τον κλάψουμε… Δεν βγήκε δάκρυ, ακούς;;; Η μάνα μια αρχόντισσα, ακούς;;; Στη μέση το μικρό με τα χεράκια σταυρωμένα, τριγύρω όλη η φαμελιά να κλαίει, να οδύρεται… Κι αυτή… Αυτή μια οπτασία…, βουβή…, ατάραχη… Τα χέρια της δεμένα σα σε προσευχή… Χαμένη… Και λες και το’ χε αγκαλιά και να το νανουρίζει! Τόση στοργή…, τόσο χάδι…, τόσος θάνατος…, τόσος πόνος…, όλα δικά της! Κι αυτό…, αυτό ένας άγγελος να της χαϊδεύει τα μαλλιά… Απέναντι εγώ μαζί… Έπαιρνα δύναμη απ’ αυτήν, ακούς;;; Στητή εγώ, μια να κοιτώ τον κοιμισμένο άγγελό της κι μια αυτήν στα μάτια ίσια, βαθιά, να της χαμογελάω, θαρρείς κι ήμουν η μόνη που τους έβλεπα να κάνουν αγκαλιές... Αρχόντισσα η γύφτισσα ακούς;;; Άσε με να βγάλω όσο δάκρυ έπνιξα παιδί μου…, άσε με…, να χαρείς…”

Την είδα χθες καθώς ανέβαινα. Γέρασε όμορφα… Τριγύρω οι νύφες, τα παιδιά της και τα εγγόνια της… Η ίδια κατάσταση…, ατάκτως όλα αφημένα…
Καθώς κατέβαινα το δρόμο πετάχτηκε σα φάντασμα μπροστά μου με μια αγκαλιά λουλούδια που έσπαγαν μύτη. Μου χαμογέλασε… “Σύρε αύριο στον τάφο της και βάλε τούτα εδώ να τα μυρίζει… Άντε παιδί μου…, να χαρείς…”
---
Δεν ξαναειδοθήκανε αυτές οι δυο, το ξέρω καλά. Έτσι όμως μου είπε η γύφτισσα που έθαψε παιδί...
(Kαι μ’ έστειλε αδιάβαστη, για άλλη μια φορά, η αρχοντιά μαγκιόρας μάνας…)

Παρασκευή, Μαΐου 11, 2007

Σκατόπαιδα και τα δύο…

Σκατόπαιδα και τα δύο…,

Mε το που ανοίγετε μάτι, αντί κλανιάς, σε απίστευτη συχνότητα παράδεισους αμολάτε… Γεμίζει κάθε τόσο το δωμάτιο άρωμα γαζίας… Παλιόπαιδα…
Πώς γίνεται από τόσο μακριά; Ποιο μαγικό ραβδί κινάτε; Mε ποιού Θεού τη χάρη; Ποια Παναγιά... δε θα προσευχηθεί για να’ρθει το καλό και να χαϊδέψει τα φτερά σας;

Το δάκρυ μου φροντίδα..., δροσερό.
Βάλσαμο όπου πατάτε.

Αντινόη

Τρίτη, Μαΐου 01, 2007

Mη βγάλεις δάκρυ...

Κανόνιζε πάντα τέτοια μέρα να βρει το χρόνο της για μας. Μας αμόλαγε στο πίσω κάθισμα άνοιγε τα μπροστινά παράθυρα και ξεχυνόμαστε είτε σε παραλίες είτε σε κάποιο ανθισμένο κτήμα, κάτι σαν κοντινή εκδρομή αναζωογόνησης... Μας πείραζε, μας τζόλευε, παθαίναμε πλάκα πως δινόταν αυτή η γυναίκα όταν ήθελε, γιατί ήταν αυστηρή και μαζί μας, πολύ πειθαρχημένη λόγω δουλειάς, ευθύνης και απίστευτων κοινωνικών υποχρεώσεων!
Ήταν ο θεός μου... Τραγούδι, κυνηγητό, καταλήγαμε να κυλιόμαστε στα χορτάρια, να παλεύουμε, να μας λέει ιστορίες για αγρίους ξαπλωμένες ανάσκελα.. Έβγαζε τα ελαττώματά μας και τα ξέσκιζε εκεί, ξαπλωμένες αγκαλιά μαζί, τα λέγαμε όλα τα στραβά μας... Με ένα λουλούδι ύστερα, εκεί που έγερνες πια -κι από την τόση ευτυχία έκλεινες τα μάτια σφιχτά κάτι σα να μη σου φύγει η σκηνή..., μπορεί και να γαργάλαγε τ’ αφτί της αδελφής μου, τσαντήλα αυτή, κυνηγητό κι αγκαλιές... Δυο κόρες με μια μάνα θεό... Χυμένα τα ξέμπλεκα μαλλιά της, μια οπτασία ομορφιάς με γενναιοδωρία μαζί..., σπάνιος άνθρωπος..., χρόνια με πήρε να κυκλοφορήσω τον πρόωρο χαμό της...
Μαζεύαμε λουλούδια και έφτιαχνε η άτιμη κάτι στεφάνια! Ένα κρεμούσαμε στην είσοδο του πατρικού και ένα, (όταν γυρνούσε σπίτι αμέσως έμπαινε στο μπάνιο, φόραγε ένα μεταξωτό της κλασικά και σχεδόν σαν αερικό του Μάη -έτσι μου φαινόταν στα μάτια μου, σαν κάτι πολύ σπέσιαλ για τούτο τον κόσμο- πεταγόταν μέχρι την ενορίας μας, να το κρεμάσει) στην πόρτα της εκκλησιάς. "Μέχρι να στρώσετε τραπέζι" έλεγε και χανόταν αθόρυβα... Όπως ακριβώς κι όταν γυρνούσε... Αθόρυβη και πολύτιμη... Σαφώς δε φανέρωνε που πάει -άλλωστε μόνο σε υποχρεώσεις και Μ. Παρασκευή πήγαινε εκκλησία γιατί δεν προλάβαινε να παίξει με το διάολο όπως έλεγε... Εγώ πάντα ήξερα... Έβλεπα την άλλη μέρα στο σχολείο το στεφάνι απέναντι στη μαντεμένια πόρτα της εκκλησιάς να ξεχωρίζει πάντα απ’ τα άλλα… Και να σου ψηφίζουν τα φιλαράκια το ποιο ωραίο, να'ναι το δικό της και να φουσκώνεις από περηφάνεια μα από κάτι μάλλον που γινόταν θρύψαλα μέσα σου να μη το φανερώνεις... Μόνο ένα δάκρυ... Απίστευτη γυναίκα όχι γιατί ήταν μάνα μου..., ήμουν απλά τυχερή... "Για πάρτη σου", μου έλεγε, "όπως το γουστάρεις εσύ..." Και πρόσθετε με νόημα: "αγάπη με ότι καταπιάνεσαι και σεβασμό, προχώρα... "

Όταν πέθανε και ανοίξανε το φέρετρο..., ένα λουλούδι είχαν βάλει στ’ αφτί της... Πάγωσε όλο το κοιμητήριο… Δεν είχαν αντικρύσει τα μάτια μου τέτοια ομορφιά..., συγχρόνως και να νοιώθω τελειωμένη... Θυμήθηκα τα μαγιάτικα στεφάνια της με απαραιτήτως ένα λουλούδι παράταιρο που έβγαζε όλο το κάλλος...

(Μάνα..., μη βγάλεις δάκρυ… Bγάζω τη μέρα όπως μου έμαθες...)