Τρίτη, Ιουνίου 26, 2007

Τραγούδι, Ρίλκε

Max Waldman "Dionysus in 69"

Ω εσύ, που δε σου λέω, πως, τη νύχτα,
κλαίοντας, πλαγιάζω,
που η ύπαρξή σου τρυφερά με κουράζει,
νανούρισμα σα να’ταν,
ω εσύ, που δε μου λες, αν αγρυπνάς
για χάρη μου: πες μου,
πώς θα μπορούσαμε
να κρατήσουμε μέσα μας
αυτό το μεγαλείο,
αν δεν το ’χαμε διόλου χορτάσει;

Θυμήσου τους εραστές, πόσο
γρήγορα, τις εκμυστηρεύσεις μόλις αρχίσουν,
λεν ψέματα κιόλας.

Μόνον με κάνεις. Μονάχα εσέ μπορώ ν’ αλλάξω.
Μια στιγμή εσύ ’σαι, το θρόισμα, ύστερα, είναι πάλι
ή κάποιο άρωμα που εξατμίστηκε όλο.
Αχ, μες στην αγκαλιά μου όλες τις έχω χάσει’
μόνον εσύ, πάλι και πάλι θα γεννιέσαι:
γιατί ποτέ μου δε σ’ αγκάλιασα, σε κρατώ τόσο.

Μετάφραση: Άρη Δικταίου

Παρασκευή, Ιουνίου 22, 2007

Έχω άνθρωπο..


Είναι που πάντα είσαι εσύ και πέφτεις διάνα; Που ανοίγεις με πόνο το χρόνο μα αδίστακτα και ξύνεις γερά να φύγουν τα χοντρά να φανεί το ατόφιο, το βλαστάρι των παιδικών μας υλικών για να γραφτεί ένα ακόμα ποίημα; Που όλα μπορώ να τα νοιώσω και όλα να τα αγνοήσω, όλα όσα έζησα να προσπεράσω την τιμή που μου κάνανε και να πάω γραμμή για γουναράδικα ανάλαφρη αμέσως τώρα, γεμάτη, καλυμμένη; Είναι που είμαι αυτή η σκατούλα που είμαι και πιάνω και την παύση σου και νοιώθω και τον ήχο απ’ το κάθε καθρεφτάκι μέσα σου σαν σπαρταράει σπλάχνο αχνιστό και μένω άφωνη που χύνεται λυμένο μπρος μου; Δε φταίω ρε, άσε με να χαρείς.. Αξιώθηκα να ζω μεγαλεία συνεχώς κι όσο ακόμα η λήθη μου δε με προδίδει.. Καταλαβαίνεις άραγε ποια είμαι;
Έλα κοντά να σου πω.... Συνεχίζουν ρε να 'ρχονται, να τ’ αποθέτουν μπρος μου σα να’ μαι η βασίλισσα στο παραμύθι με το αίσια τέλη.. Σάλτα γαμήσου…και θέλω και αυτό και τ’ άλλο και όλα, μωρό, όλα! Γιατί έτσι πάντα μέχρι τώρα όλα σαν παιδί τα επιθυμώ και όλα μαγικά και με αγάπη ακατανόητα μου δίνονται… Καταλαβαίνεις επιτέλους τιμωρία-ευχή-κατάρα που φύσηξαν στην κούνια μου οι Μοίρες; Άσε με να χαρείς... Άκου το τραγουδάκι και συγχώρα.. Συγχώρα με την άμοιρη.. Θα μ’ αποειδεί ο θεός.. Συγχώρα με σου λέω, να χαρείς…

Ήταν μια δύσκολη εβδομάδα στη δουλειά, ψυχή μου.. Δίπλα μου ήσουν μα δε γινότανε να κολυμπήσεις πάλι μέχρι πάτο.. Πάλι εσύ κι αυτό να το ζαλώσεις; Άσε με να χαρείς.. Δεν έχω άλλα λόγια…

Σάββατο, Ιουνίου 02, 2007

Άγγελέ μου..

Ήταν υπουργός υγείας τότε ο κολλητός της θείτσας μα η μάνα πέθαινε.. Μπαίναμε στο νοσοκομείο με φρικτούς πόνους.. και την περίμεναν στην πόρτα επτά γιατροί με ατσαλάκωτα άσπρα, και καλά, να σώσουν την κατάσταση.. Ήταν τελειωμένη.., δεν άρμοζε τίποτα και το ’βγαζαν κι οι πέτρες.. Μες την αναμπουμπούλα, μια απ’ τις τόσες φορές που πηγαινοερχόμαστε, μια ταλαίπωρη ντυμένη στα μαύρα τράβηξε την ρόμπα ενός.. και τον ικέτευσε μπροστά μας με λυγμούς.. Ο άντρας μου, του είπε σε απόγνωση.., σας έχει ανάγκη.. Σώστε τον γιατρέ μου.. Την έσπρωξε βίαια. Ήταν η τίποτα.. Με κοίταξε μαζεμένος.. Κατέβασα τα μάτια από ντροπή.. Δική μου.. Συνέχισε δίπλα στο φορείο να ακουμπά το μέτωπο της μάνας.. Εκείνη.., απότομα γύρισε το κεφάλι της στο πλάι απ’ τη μεριά που της κρατούσα το χέρι.. Και κάρφωσε το βλέμμα της μέσα στα τρελαμένα μάτια.., όπως όταν μου τα είχε μαζεμένα... Όταν ηρέμησαν κάπως τα πράγματα μου το φυλούσε.. Χμ.., αλλοίμονο.. Τι παριστάνεις, πες μου τι.., έτσι μου είπε και δε μου ξαναμίλησε.. Κι είχε το λόγο της.. Γιατί δεν έσβηνε ο καιρός που με είχε καλέσει συνωμοτικά να δώσω εγώ τη λύτρωση.. Είσαι η μόνη που μπορώ να ελπίζω.. Δεν σου έχω ζητήσει ποτέ μου τίποτα, τίποτα.. Φρόντισε το, αστεράκι μου.. Άντε να σε χαρώ, άγγελέ μου..

Μετρούσαμε τις μέρες ανάποδα σε μονόκλινο στο πανεπιστημιακό, πολυτελείας.. Mα δε με ξανακοίταξε ποτέ ίσια στα μάτια.. Έχουν και τέτοια δίπλα στα οκτάκλινα ακριβώς, οι αρχίδες..
Τόση ξεφτίλα.. Κι όλη.., όλη δική μου...