Δευτέρα, Οκτωβρίου 27, 2008
Σα σήμερα χάσαμε τη μάνα εντάξει… πάει καιρός που ζούμε χωρίς μάνα κι ας ήταν να μην αναστέναζα συχνά να μη τους τη θυμίζω μια χαρά θα μου πεις από καφέ δίπλα στη θάλασσα γύρισα πέντε λεπτά με το αμάξι με ωραίες κουβέντες και ελάχιστα πια οικεία πρόσωπα και οι φίλοι που ήλθαν να τα πούμε από Ναύπλιο να το κάνω εκείνο το τραπέζι τώρα που βγαίνω από δουλειά κι όχι όταν ένδοξα μπήκα φάση έχει ανάποδα να τα ισιώνω εντάξει…κι η θεία μετά να πάμε κοιμητήριο λέει μια χαρά κι η ταφόπλακα βγάζει ομορφιά θειτσούλα ότι γουστάρεις και γαμάτα πλάνα θα έπαιρνα όσο ν’ ανάψεις καντήλι και να πλύνεις δυο μάρμαρα κι ο πατέρας τηλέφωνο -η αρχή του αλτσχάιμερ του πατέρα- να ρωτάει τι μέρα είναι σήμερα κι η φωνή του να σπάει και να θέλει να δώσω ντε και καλά απάντηση εντάξει…σα σήμερα ναι χάσαμε τη μάνα και το πένθος μας ένδοξο εντάξει… έχει για όλους ομορφιά εντάξει... και το βράδυ γιορτινά θα περάσουμε κι άλλες δυο μέρες ρεπό δε ξανάγινε και καινούργια δουλειά μες στη φύση εντάξει... μακριά από projects bonus κι αρχίδια -ιδρωμένα αρχίδια είναι που σα σήμερα χάσαμε τη μάνα εντάξει…και το βράδυ κάναμε ένεση στο ένα άλογο κι έπαθα εντάξει... χάιδευα μια χαίτη και κοιτούσα δυο πονεμένα μάτια εντάξει... έχει για όλους ομορφιά σα σήμερα χάσαμε τη μάνα... εντάξει...
Κυριακή, Ιουνίου 01, 2008
Αλλού, της Vel...
Δείξε μου δρόμο να ξεκινήσω, μου ‘πες. Και σου ‘δειξε ένα δάχτυλο ψυχής, άλλο δεν είχα, φτωχό, μικρό μου δάχτυλο με δαχτυλίδι δανεικό, τόσο μονάχα είχα. Μα μη γελάς, το λίγο το μοναδικό αρκεί, σωσίβιο το ‘κανα σωστό να μην πνιγείς στις θάλασσες του νότου. Μην το ξεχνάς, τόσο σα λίγο φαίνεται, τόσο πολύ που μοιάζει, δεν είναι τόσο. Και μη σε νοιάζει πια για μένα, η ώρα μου στο τέρμα της κι η στάση σου, σήκω, σσσςς… ακούω, αντίο… Να μη σε νοιάξει άλλο για μένα που ‘μαι μικρή και δάχτυλο ψυχής δε θα ‘χω για να δείξω σα με ρωτήσουν αύριο ποιο δρόμο, τα πουλιά, ποιο δρόμο εγώ πετάω, ποια λέξη δεν τολμώ να τραγουδάω. Σα με ρωτήσουν με τα μάτια καρφωτά πάνω από ράμφη σφραγιστά θα τρέχω μακριά τους, τα δέντρα θα μπερδεύω, με κύκλους μιας επόμενης ζωής και λαβυρίνθους σκέψεις. Όμως… για σένα θέλω το καλά, το αρκετά, βάστα γερά! σα σε τυλίγει λίγο σου, το δαχτυλίδι δανεικό, φτωχό, μικρό μου δάχτυλο κλειστό. Και να προσέχεις, αν τύχει να χαθείς, μη φοβηθείς, να κρατηθείς, μη φοβηθείς κι ας λυπηθείς, μέτρο λειψό θα ‘χω για σε να κλαίει. Ή και για με που θα ‘μαι αλλού, σ’ όλες τις θάλασσες του νου, ο βράχος Θεέ μου ο γυμνός που καρτερεί την άμμο. Αχ… έχω ένα δάχτυλο ψυχής, γέννημα αγάπης της στιγμής, πάρε το φίλε πριν φθαρεί σε μοναξιά μου όλα… Κι άσε για μένα το αλλού, αλλού αγάπη μου, αλλού… άλλου γιαλού
Aπό την προς έκδοση συλλογή της Vel... "Αurora".
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 24, 2007
Κυριακή, Νοεμβρίου 18, 2007
Τρίτη, Νοεμβρίου 13, 2007
Παρασκευή, Νοεμβρίου 09, 2007
Σαν τον αητό, λοιπόν…
Λίγες μέρες μετά τη μαστεκτομή, πονούσε ανυπόφορα το χέρι της - πάλευε να το σηκώσει- κι η τηλεόραση έβαλε αφιέρωμα Χατζιδάκι και ρίξανε τον αητό... "Δυνάμωσέ το, αστέρι μου"... "Σαν τον αητό είχα φτερά", βούρκωσε η καπετάνισσα... Τούτη η δοκιμασία δεν θα ‘βγαινε στα μέτρα της... "Ετοιμάσου, μαλάκα, τελειώνεις", μούγκρισε μέσα της και το ένιωσα... Σχεδόν την άκουσα να το βογκάει, αδυνατώντας έτσι αγόγγυστα και τόσο γρήγορα να το χωνέψει... Για να σπάσει βεβαίως τη στιγμή, μου θύμισε τα δισκάκια της, τη συλλογή της που κορδωνόταν πότε-πότε. "Άμα πεθάνω να τα πάρεις, έχω και τον αητό μέσα" και μου ‘κλεισε το μάτι με καμάρι. Σαν τον αητό, λοιπόν… "Ωραίες εποχές περάσαμε, μωρό μου, τι ζεϊμπέκικο κι αυτό, ε;"
Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2007
Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2007
Σάββατο, Οκτωβρίου 27, 2007
Κυριακή, Αυγούστου 12, 2007
Eυγνωμοσύνη..
Είναι σα μάχη σφαίρες να περνάν ξυστά να σου σφυρίζει ο τόπος θάνατο κι εσύ μες στη γαλήνη σου να κόβεις γιασεμιά σώνει και καλά να τα μυρίζεις.. Τι χτυπάτε ρε, εδώ είμαι! Καβάλα στ’ άλογο τη βγάζω.. Ξεφεύγω γλείφοντας πληγές, οι ζάρες βγάζουν ομορφιά όταν χαμογελάς κι είναι αντί για ευχαριστώ.. Κι όχι πολλά.., μα ευγνωμοσύνη.. Αφήνομαι κάποτε κορμί που αγγίζει πληγιασμένο σώμα μοναξιά, γιατί όποιος τον ήλιο θέλησε να πιάσει χωρίς τρέμουλο άνοιξε τρύπα κι έλιωσαν όλα, δεκάρα ξεχασμένη σ’ ένα συρτάρι κομοδίνου δίπλα στα φάρμακα.. Έτσι το θέλησε η μοίρα, έτσι έγινε. Βαριέμαι αυτούς που ψάχνουν το γιατί και το ποιός φταίει. Όπως και να’ χει, εγώ το εισπράττω κι είναι παράδεισου όλα τούτα που συμβαίνουν.. Άγγελοι κατεβαίνουν μπρος και προσκυνούν.. Ευχές που άνθρωπος δεν τόλμησε να ξεστομίσει σ’ άνθρωπο δικό του.. Κι ευγνωμοσύνη.. Έχεις ποτέ σου ανάψει ένα κερί.., ένας υπηρέτης Σου είμαι Κύριε.., Θεέ μου.., μου τα ΄χεις δώσει όλα, όλα… Και δάκρυα και ντροπή που εσένα δε σ’ ακούμπησε το μαύρο πέπλο μιας τυχαίας νύχτας.. Γι’ αυτό σας λέω μη με χτυπάτε πια δε χαμπαριάζω, τσάμπα βαράτε. Πιάνουν τα βόλια τα πηχτά της λάσπης χωνεμένα μια καβαλάρισσα;
Παρασκευή, Αυγούστου 10, 2007
Γυναίκα
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ' είδες;
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα
Κυριακή, Αυγούστου 05, 2007
Mπαλάντες θέλω απόψε, του Γιώργου Μίχου
Μπαλάντες θέλω απόψε για µιά περίλυπη ψυχή. Γιατί θυµάµαι µέλλοντα και καίγοµαι σαν το χαρτί. Βάλε το ποτέ και δίπλα κάτι ξύσµατα καθηµερινότητας. Έτσι θα πάω. Με κάτι από σφιγµένα δόντια πόνου όταν ο χειρουργός κόßει χωρίς αναισθητικό και ντρέπεσαι να κλάψεις. Ω! Κυριακή µέ γεύση από τέλος του κόσµου, µαγικό µινόρε που µ'αφήνεις περπατώντας σε φωτισµένες εθνικές οδούς. Εγώ κατάγοµαι απ'το µαύρο των χειλιών της µάννας µου που τρέφει τώρα µε τη ßροχή χλόη και σαλιγγάρια. Και δεν το ξέρεις. Γιατί τ'αρώµατα της µαύρης ρίζας είναι όλα λευκά. Κι είµαι από χρόνια µαθηµένος να πενθώ ότι ποτέ µου δεν θα έχω στα λευκά. Μα να που φτάνει κάποτε µια Κυριακή να σε λυγίσει. Που ßγαίνει ένα παιδί µε τη σφεντόνα στο Θεό απέναντι να τον δικάσει κλαίγοντας µε µουσική. Γιατί στο άκουσµα µιας µουσικής θλιµµένης κι ο Θεός δικάζεται. Που ήσουνα Θεέ µου εκεί στα πρώτα χρόνια του ογδόντα; Γιατί όλη αυτή η οµορφιά προς θάνατο; Γιατί ένα πάθος άχρηστο να τρίζει στα οστά µας; Να πεθάνουµε, ναι, να πεθάνουµε, αν είναι να τελειώσουνε αυτές οι κλίµακες των Κυρικών της θλίψης. Δεν
Κυριακή, Ιουλίου 29, 2007
Κραυγές απόγνωσης..
Το μοναστήρι όπου διέμενε η μοναχή, 72 ετών, κάηκε.. Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας βρίσκεται -προς το παρόν- κοντά της.., στο μέρος όπου φιλοξενείται προσωρινά η γερόντισσα, μέχρι να οριστεί ο χώρος που θα έχουν τη δυνατότητα οι πιστοί να Την προσκυνήσουν και πάλι.
Την προσέγγισα και της ζήτησα ταπεινά να μου επιτρέψει να Την ασπαστώ. Δεν είπα πολλές κουβέντες. Με κοίταξε στα μάτια και ήταν βαθύ το βλέμμα της.. Με διαπέρασε κρύος ιδρώτας.., μούδιασαν τα πόδια μου... Μέχρι να πάρω χαμπάρι τι έγινε.., με γράπωσε σφιχτά απ’ το χέρι! Ένα κρύο, ζαρωμένο, άγριο, ευλογημένο-χέρι με οδήγησε μπροστά Της...
---
---
(Τα βράδια ακούγονται κραυγές απόγνωσης.., απ’ τη μεριά της πτέρυγας όπου διαμένει. Πώς μπορεί να αποχωριστεί τη χάρη Της; Aπό 8 χρονών είναι μαζί και αλληλοφροντίζονται.. Είναι μεγάλη ιστορία.. Με πιάνουν κλάματα…)
---
Ας γίνει το θέλημα Σου..
Κυριακή, Ιουλίου 15, 2007
Παρασκευή, Ιουλίου 13, 2007
Τσε, για πάντα
Τα τακούνια της έβγαζαν έναν υπόκωφο ήχο πάνω στα κάτασπρα πλακάκια του νεκροτομείου, καθώς βάδιζε προς το νεκρό . Αστραπιαία της πέρασε απ' το μυαλό η σκηνή που καρφώναν τον Ιησού σε μια ταινία του Τζεφιρέλλι. Τί σχέση τώρα είχε ο ένας ήχος με τον άλλον, ένας θεός ξέρει. Έξυσε αμήχανα τη μύτη της... Της φάνηκε σαν παρωδία... Σταμάτησαν μπρος σε ένα φορείο σκεπασμένο με ένα άσπρο σεντόνι. Ανασήκωσαν το ύφασμα και της έδειξαν το πρόσωπό του. Ο.κ., κούνησε καταφατικά το κεφάλι, αυτός ήταν. Ήρεμος, καθαρός κι ευτυχισμένος. Ησύχασε, ξεβρώμησε, χαμογελούσε. Κι αυτή με την τιμή που της έπρεπε. Για πάντα.
Τρίτη, Ιουνίου 26, 2007
Τραγούδι, Ρίλκε
Max Waldman "Dionysus in 69"
Ω εσύ, που δε σου λέω, πως, τη νύχτα,
κλαίοντας, πλαγιάζω,
κλαίοντας, πλαγιάζω,
που η ύπαρξή σου τρυφερά με κουράζει,
νανούρισμα σα να’ταν,
ω εσύ, που δε μου λες, αν αγρυπνάς
για χάρη μου: πες μου,
πώς θα μπορούσαμε
να κρατήσουμε μέσα μας
αυτό το μεγαλείο,
αν δεν το ’χαμε διόλου χορτάσει;
Θυμήσου τους εραστές, πόσο
γρήγορα, τις εκμυστηρεύσεις μόλις αρχίσουν,
λεν ψέματα κιόλας.
Μόνον με κάνεις. Μονάχα εσέ μπορώ ν’ αλλάξω.
Μια στιγμή εσύ ’σαι, το θρόισμα, ύστερα, είναι πάλι
ή κάποιο άρωμα που εξατμίστηκε όλο.
Αχ, μες στην αγκαλιά μου όλες τις έχω χάσει’
μόνον εσύ, πάλι και πάλι θα γεννιέσαι:
γιατί ποτέ μου δε σ’ αγκάλιασα, σε κρατώ τόσο.
νανούρισμα σα να’ταν,
ω εσύ, που δε μου λες, αν αγρυπνάς
για χάρη μου: πες μου,
πώς θα μπορούσαμε
να κρατήσουμε μέσα μας
αυτό το μεγαλείο,
αν δεν το ’χαμε διόλου χορτάσει;
Θυμήσου τους εραστές, πόσο
γρήγορα, τις εκμυστηρεύσεις μόλις αρχίσουν,
λεν ψέματα κιόλας.
Μόνον με κάνεις. Μονάχα εσέ μπορώ ν’ αλλάξω.
Μια στιγμή εσύ ’σαι, το θρόισμα, ύστερα, είναι πάλι
ή κάποιο άρωμα που εξατμίστηκε όλο.
Αχ, μες στην αγκαλιά μου όλες τις έχω χάσει’
μόνον εσύ, πάλι και πάλι θα γεννιέσαι:
γιατί ποτέ μου δε σ’ αγκάλιασα, σε κρατώ τόσο.
Μετάφραση: Άρη Δικταίου
Παρασκευή, Ιουνίου 22, 2007
Έχω άνθρωπο..
Είναι που πάντα είσαι εσύ και πέφτεις διάνα; Που ανοίγεις με πόνο το χρόνο μα αδίστακτα και ξύνεις γερά να φύγουν τα χοντρά να φανεί το ατόφιο, το βλαστάρι των παιδικών μας υλικών για να γραφτεί ένα ακόμα ποίημα; Που όλα μπορώ να τα νοιώσω και όλα να τα αγνοήσω, όλα όσα έζησα να προσπεράσω την τιμή που μου κάνανε και να πάω γραμμή για γουναράδικα ανάλαφρη αμέσως τώρα, γεμάτη, καλυμμένη; Είναι που είμαι αυτή η σκατούλα που είμαι και πιάνω και την παύση σου και νοιώθω και τον ήχο απ’ το κάθε καθρεφτάκι μέσα σου σαν σπαρταράει σπλάχνο αχνιστό και μένω άφωνη που χύνεται λυμένο μπρος μου; Δε φταίω ρε, άσε με να χαρείς.. Αξιώθηκα να ζω μεγαλεία συνεχώς κι όσο ακόμα η λήθη μου δε με προδίδει.. Καταλαβαίνεις άραγε ποια είμαι;
Έλα κοντά να σου πω.... Συνεχίζουν ρε να 'ρχονται, να τ’ αποθέτουν μπρος μου σα να’ μαι η βασίλισσα στο παραμύθι με το αίσια τέλη.. Σάλτα γαμήσου…και θέλω και αυτό και τ’ άλλο και όλα, μωρό, όλα! Γιατί έτσι πάντα μέχρι τώρα όλα σαν παιδί τα επιθυμώ και όλα μαγικά και με αγάπη ακατανόητα μου δίνονται… Καταλαβαίνεις επιτέλους τιμωρία-ευχή-κατάρα που φύσηξαν στην κούνια μου οι Μοίρες; Άσε με να χαρείς... Άκου το τραγουδάκι και συγχώρα.. Συγχώρα με την άμοιρη.. Θα μ’ αποειδεί ο θεός.. Συγχώρα με σου λέω, να χαρείς…
Ήταν μια δύσκολη εβδομάδα στη δουλειά, ψυχή μου.. Δίπλα μου ήσουν μα δε γινότανε να κολυμπήσεις πάλι μέχρι πάτο.. Πάλι εσύ κι αυτό να το ζαλώσεις; Άσε με να χαρείς.. Δεν έχω άλλα λόγια…
Έλα κοντά να σου πω.... Συνεχίζουν ρε να 'ρχονται, να τ’ αποθέτουν μπρος μου σα να’ μαι η βασίλισσα στο παραμύθι με το αίσια τέλη.. Σάλτα γαμήσου…και θέλω και αυτό και τ’ άλλο και όλα, μωρό, όλα! Γιατί έτσι πάντα μέχρι τώρα όλα σαν παιδί τα επιθυμώ και όλα μαγικά και με αγάπη ακατανόητα μου δίνονται… Καταλαβαίνεις επιτέλους τιμωρία-ευχή-κατάρα που φύσηξαν στην κούνια μου οι Μοίρες; Άσε με να χαρείς... Άκου το τραγουδάκι και συγχώρα.. Συγχώρα με την άμοιρη.. Θα μ’ αποειδεί ο θεός.. Συγχώρα με σου λέω, να χαρείς…
Ήταν μια δύσκολη εβδομάδα στη δουλειά, ψυχή μου.. Δίπλα μου ήσουν μα δε γινότανε να κολυμπήσεις πάλι μέχρι πάτο.. Πάλι εσύ κι αυτό να το ζαλώσεις; Άσε με να χαρείς.. Δεν έχω άλλα λόγια…
Σάββατο, Ιουνίου 02, 2007
Άγγελέ μου..
Ήταν υπουργός υγείας τότε ο κολλητός της θείτσας μα η μάνα πέθαινε.. Μπαίναμε στο νοσοκομείο με φρικτούς πόνους.. και την περίμεναν στην πόρτα επτά γιατροί με ατσαλάκωτα άσπρα, και καλά, να σώσουν την κατάσταση.. Ήταν τελειωμένη.., δεν άρμοζε τίποτα και το ’βγαζαν κι οι πέτρες.. Μες την αναμπουμπούλα, μια απ’ τις τόσες φορές που πηγαινοερχόμαστε, μια ταλαίπωρη ντυμένη στα μαύρα τράβηξε την ρόμπα ενός.. και τον ικέτευσε μπροστά μας με λυγμούς.. Ο άντρας μου, του είπε σε απόγνωση.., σας έχει ανάγκη.. Σώστε τον γιατρέ μου.. Την έσπρωξε βίαια. Ήταν η τίποτα.. Με κοίταξε μαζεμένος.. Κατέβασα τα μάτια από ντροπή.. Δική μου.. Συνέχισε δίπλα στο φορείο να ακουμπά το μέτωπο της μάνας.. Εκείνη.., απότομα γύρισε το κεφάλι της στο πλάι απ’ τη μεριά που της κρατούσα το χέρι.. Και κάρφωσε το βλέμμα της μέσα στα τρελαμένα μάτια.., όπως όταν μου τα είχε μαζεμένα... Όταν ηρέμησαν κάπως τα πράγματα μου το φυλούσε.. Χμ.., αλλοίμονο.. Τι παριστάνεις, πες μου τι.., έτσι μου είπε και δε μου ξαναμίλησε.. Κι είχε το λόγο της.. Γιατί δεν έσβηνε ο καιρός που με είχε καλέσει συνωμοτικά να δώσω εγώ τη λύτρωση.. Είσαι η μόνη που μπορώ να ελπίζω.. Δεν σου έχω ζητήσει ποτέ μου τίποτα, τίποτα.. Φρόντισε το, αστεράκι μου.. Άντε να σε χαρώ, άγγελέ μου..
Μετρούσαμε τις μέρες ανάποδα σε μονόκλινο στο πανεπιστημιακό, πολυτελείας.. Mα δε με ξανακοίταξε ποτέ ίσια στα μάτια.. Έχουν και τέτοια δίπλα στα οκτάκλινα ακριβώς, οι αρχίδες..
Τόση ξεφτίλα.. Κι όλη.., όλη δική μου...
Μετρούσαμε τις μέρες ανάποδα σε μονόκλινο στο πανεπιστημιακό, πολυτελείας.. Mα δε με ξανακοίταξε ποτέ ίσια στα μάτια.. Έχουν και τέτοια δίπλα στα οκτάκλινα ακριβώς, οι αρχίδες..
Τόση ξεφτίλα.. Κι όλη.., όλη δική μου...
Πέμπτη, Μαΐου 24, 2007
Πέμπτη, Μαΐου 17, 2007
H Πανεπιστημίου...
Γιατί..., όπως είπε κι ο ποιητής,
"όσο για την αγάπη, μυρμήγκια,
μα θα κρατήσουμε ευάερους τους διαδρόμους
κι αλώβητη την έξοδο... "
Κυριακή, Μαΐου 13, 2007
Mαγκιόρα μάνα...
Είχε λυσσάξει η γειτονιά να σηκωθούν να φύγουν, χάλαγαν τη μόστρα. Ήταν αφόρητη, λέει, η κατάσταση. Δεν την μπορούσαν. Ανέβαινες το δρόμο και πρώτο απ’ όλα έπαιρνες μάτι το τσαρδί τους. Χαλιά ανακατεμένα με βρακιά πρώτο τραπέζι πίστα. Ράντζα της πλάκας κι απάνω ξέστρωτοι μπόγοι, κάτι κουβάρια αφημένα κουβέρτες από κείνες με τα κιτσάτα σχέδια που ακόμα όταν παντρεύονται τα σέρνουν πίσω στην καρότσα και τα επιδεικνύουν με καμάρι και κορνάρουν. Κότες να κουτσουλάνε όπου βρουν κι οι δύο τους σκύλοι, ένας ζαβός από το ένα μάτι κι ένας αρτιμελής με τρίχωμα τζίβα απ’ την απλυσιά, να παραπατούν χαζεμένοι απ’ το ντουμάνι. Χασίσι να μυρίζει η γειτονιά κι ο γύφτος ξαπλωμένος πάνω στο καπό τ’ αγροτικού να ρίχνει τούφες και ν’ αερίζονται τα απαυτά του, ατάραχος, δεν τρέχει τίποτα, άρχοντας στον οντά του. Κι ένα μικρό ξυπόλητο, μυξιάρικο κλαμένο, με την τσουτσούνα έξω να κατουράει μες σε κάτι παρατημένα ταψιά δίπλα στο φούρνο, ίδιος ο πατέρας του... Απίστευτη ιστορία!
Τους γούσταρα τους γείτονες μάλλον γιατί ήταν τόσο χύμα που δεν το άντεχαν οι νεόπλουτοι με τις πισίνες και τις κλαίουσσες πιο πάνω, έβλεπα να ιδρώνει ο σβέρκος τους κάθε που άνοιγαν θέμα για το κιτσάτο της κατάστασης και κατά βάθος το διασκέδαζα. Φόρτσα οριντζινάλε, έλεγα μέσα μου, γαμήστε τα κυρίλια! «Δεν είναι δυνατόν! Να ’χουμε ρίξει τόσα φράγκα κι ο κόσμος να αντικρίζει στη στροφή τόση αναρχία! Έλεος! Να φύγουν από δω οι κόπρες οι γυφταίοι, αμάν να ξεβρωμίσει ο τόπος!». Δε συμμετείχα στη συσπείρωση. Άλλαζα θέμα. Στο όνομά μου ήταν το κτήμα μα δε μ’ έβγαζε ο δρόμος πια συχνά. Την πήγαινα όμως αυτή τη ράτσα. Ήταν που κάθε Πάσχα γινόταν της πουτάνας απ’ τα κλαρίνα και τα γλέντια, ήταν που ζήλευα τις φούστες που φορούσαν κάτι κουκλάρες τους ξερακιανές δίμετρες, ήταν τα μάτια εκείνα των παιδιών τους, ντουζίνες μαύρα μάτια λαμπερά που με κοιτούσαν σαν περνούσα με τ’ αμάξι κι ένοιωθα (τσσς!) θεά… Ό,τι και να ‘ταν εγώ υπογραφή δεν έβαζα να φύγουν. Να παν να γαμηθούν τα φράγκα, αει σιχτίρ, κοπρίτες που λάδωσε τ’ άντερό σας και γίνατε τσιφλικάδες. Μ’ άρεσε εξάλλου αυτή η αναρχία. Κυρίως γιατί με ισορροπούσε μέσα μου... Έτσι είναι η ζωή… Άλλος γαμάει κι άλλος γαμιέται, ένα πράγμα δίπλα μας… Εδώ σε θέλω…
Πού ήσουν μάνα όλη νύχτα, είσαι καλά; Έπεσε πάνω μου και έκλαιγε με λυγμούς! (Αυτή που έτρεμε μη σου χαρίσει ένα δάκρυ...) “Έχασε ο Δημήτρουλας το γυιό του το μικρό!” (Αν είχε πατήσει δυο φορές το πόδι της σε εκείνο το κτήμα, πού ήξερε τον Δημήτρουλα!) “ Έμεινα όλο το βράδυ στη σκηνή τους να τον κλάψουμε… Δεν βγήκε δάκρυ, ακούς;;; Η μάνα μια αρχόντισσα, ακούς;;; Στη μέση το μικρό με τα χεράκια σταυρωμένα, τριγύρω όλη η φαμελιά να κλαίει, να οδύρεται… Κι αυτή… Αυτή μια οπτασία…, βουβή…, ατάραχη… Τα χέρια της δεμένα σα σε προσευχή… Χαμένη… Και λες και το’ χε αγκαλιά και να το νανουρίζει! Τόση στοργή…, τόσο χάδι…, τόσος θάνατος…, τόσος πόνος…, όλα δικά της! Κι αυτό…, αυτό ένας άγγελος να της χαϊδεύει τα μαλλιά… Απέναντι εγώ μαζί… Έπαιρνα δύναμη απ’ αυτήν, ακούς;;; Στητή εγώ, μια να κοιτώ τον κοιμισμένο άγγελό της κι μια αυτήν στα μάτια ίσια, βαθιά, να της χαμογελάω, θαρρείς κι ήμουν η μόνη που τους έβλεπα να κάνουν αγκαλιές... Αρχόντισσα η γύφτισσα ακούς;;; Άσε με να βγάλω όσο δάκρυ έπνιξα παιδί μου…, άσε με…, να χαρείς…”
Την είδα χθες καθώς ανέβαινα. Γέρασε όμορφα… Τριγύρω οι νύφες, τα παιδιά της και τα εγγόνια της… Η ίδια κατάσταση…, ατάκτως όλα αφημένα…
Καθώς κατέβαινα το δρόμο πετάχτηκε σα φάντασμα μπροστά μου με μια αγκαλιά λουλούδια που έσπαγαν μύτη. Μου χαμογέλασε… “Σύρε αύριο στον τάφο της και βάλε τούτα εδώ να τα μυρίζει… Άντε παιδί μου…, να χαρείς…”
Την είδα χθες καθώς ανέβαινα. Γέρασε όμορφα… Τριγύρω οι νύφες, τα παιδιά της και τα εγγόνια της… Η ίδια κατάσταση…, ατάκτως όλα αφημένα…
Καθώς κατέβαινα το δρόμο πετάχτηκε σα φάντασμα μπροστά μου με μια αγκαλιά λουλούδια που έσπαγαν μύτη. Μου χαμογέλασε… “Σύρε αύριο στον τάφο της και βάλε τούτα εδώ να τα μυρίζει… Άντε παιδί μου…, να χαρείς…”
---
Δεν ξαναειδοθήκανε αυτές οι δυο, το ξέρω καλά. Έτσι όμως μου είπε η γύφτισσα που έθαψε παιδί...
(Kαι μ’ έστειλε αδιάβαστη, για άλλη μια φορά, η αρχοντιά μαγκιόρας μάνας…)
Παρασκευή, Μαΐου 11, 2007
Σκατόπαιδα και τα δύο…
Σκατόπαιδα και τα δύο…,
Mε το που ανοίγετε μάτι, αντί κλανιάς, σε απίστευτη συχνότητα παράδεισους αμολάτε… Γεμίζει κάθε τόσο το δωμάτιο άρωμα γαζίας… Παλιόπαιδα…
Πώς γίνεται από τόσο μακριά; Ποιο μαγικό ραβδί κινάτε; Mε ποιού Θεού τη χάρη; Ποια Παναγιά... δε θα προσευχηθεί για να’ρθει το καλό και να χαϊδέψει τα φτερά σας;
Το δάκρυ μου φροντίδα..., δροσερό.
Βάλσαμο όπου πατάτε.
Βάλσαμο όπου πατάτε.
Αντινόη
Τρίτη, Μαΐου 01, 2007
Mη βγάλεις δάκρυ...
Κανόνιζε πάντα τέτοια μέρα να βρει το χρόνο της για μας. Μας αμόλαγε στο πίσω κάθισμα άνοιγε τα μπροστινά παράθυρα και ξεχυνόμαστε είτε σε παραλίες είτε σε κάποιο ανθισμένο κτήμα, κάτι σαν κοντινή εκδρομή αναζωογόνησης... Μας πείραζε, μας τζόλευε, παθαίναμε πλάκα πως δινόταν αυτή η γυναίκα όταν ήθελε, γιατί ήταν αυστηρή και μαζί μας, πολύ πειθαρχημένη λόγω δουλειάς, ευθύνης και απίστευτων κοινωνικών υποχρεώσεων!
Ήταν ο θεός μου... Τραγούδι, κυνηγητό, καταλήγαμε να κυλιόμαστε στα χορτάρια, να παλεύουμε, να μας λέει ιστορίες για αγρίους ξαπλωμένες ανάσκελα.. Έβγαζε τα ελαττώματά μας και τα ξέσκιζε εκεί, ξαπλωμένες αγκαλιά μαζί, τα λέγαμε όλα τα στραβά μας... Με ένα λουλούδι ύστερα, εκεί που έγερνες πια -κι από την τόση ευτυχία έκλεινες τα μάτια σφιχτά κάτι σα να μη σου φύγει η σκηνή..., μπορεί και να γαργάλαγε τ’ αφτί της αδελφής μου, τσαντήλα αυτή, κυνηγητό κι αγκαλιές... Δυο κόρες με μια μάνα θεό... Χυμένα τα ξέμπλεκα μαλλιά της, μια οπτασία ομορφιάς με γενναιοδωρία μαζί..., σπάνιος άνθρωπος..., χρόνια με πήρε να κυκλοφορήσω τον πρόωρο χαμό της...
Μαζεύαμε λουλούδια και έφτιαχνε η άτιμη κάτι στεφάνια! Ένα κρεμούσαμε στην είσοδο του πατρικού και ένα, (όταν γυρνούσε σπίτι αμέσως έμπαινε στο μπάνιο, φόραγε ένα μεταξωτό της κλασικά και σχεδόν σαν αερικό του Μάη -έτσι μου φαινόταν στα μάτια μου, σαν κάτι πολύ σπέσιαλ για τούτο τον κόσμο- πεταγόταν μέχρι την ενορίας μας, να το κρεμάσει) στην πόρτα της εκκλησιάς. "Μέχρι να στρώσετε τραπέζι" έλεγε και χανόταν αθόρυβα... Όπως ακριβώς κι όταν γυρνούσε... Αθόρυβη και πολύτιμη... Σαφώς δε φανέρωνε που πάει -άλλωστε μόνο σε υποχρεώσεις και Μ. Παρασκευή πήγαινε εκκλησία γιατί δεν προλάβαινε να παίξει με το διάολο όπως έλεγε... Εγώ πάντα ήξερα... Έβλεπα την άλλη μέρα στο σχολείο το στεφάνι απέναντι στη μαντεμένια πόρτα της εκκλησιάς να ξεχωρίζει πάντα απ’ τα άλλα… Και να σου ψηφίζουν τα φιλαράκια το ποιο ωραίο, να'ναι το δικό της και να φουσκώνεις από περηφάνεια μα από κάτι μάλλον που γινόταν θρύψαλα μέσα σου να μη το φανερώνεις... Μόνο ένα δάκρυ... Απίστευτη γυναίκα όχι γιατί ήταν μάνα μου..., ήμουν απλά τυχερή... "Για πάρτη σου", μου έλεγε, "όπως το γουστάρεις εσύ..." Και πρόσθετε με νόημα: "αγάπη με ότι καταπιάνεσαι και σεβασμό, προχώρα... "
Όταν πέθανε και ανοίξανε το φέρετρο..., ένα λουλούδι είχαν βάλει στ’ αφτί της... Πάγωσε όλο το κοιμητήριο… Δεν είχαν αντικρύσει τα μάτια μου τέτοια ομορφιά..., συγχρόνως και να νοιώθω τελειωμένη... Θυμήθηκα τα μαγιάτικα στεφάνια της με απαραιτήτως ένα λουλούδι παράταιρο που έβγαζε όλο το κάλλος...
(Μάνα..., μη βγάλεις δάκρυ… Bγάζω τη μέρα όπως μου έμαθες...)
Ήταν ο θεός μου... Τραγούδι, κυνηγητό, καταλήγαμε να κυλιόμαστε στα χορτάρια, να παλεύουμε, να μας λέει ιστορίες για αγρίους ξαπλωμένες ανάσκελα.. Έβγαζε τα ελαττώματά μας και τα ξέσκιζε εκεί, ξαπλωμένες αγκαλιά μαζί, τα λέγαμε όλα τα στραβά μας... Με ένα λουλούδι ύστερα, εκεί που έγερνες πια -κι από την τόση ευτυχία έκλεινες τα μάτια σφιχτά κάτι σα να μη σου φύγει η σκηνή..., μπορεί και να γαργάλαγε τ’ αφτί της αδελφής μου, τσαντήλα αυτή, κυνηγητό κι αγκαλιές... Δυο κόρες με μια μάνα θεό... Χυμένα τα ξέμπλεκα μαλλιά της, μια οπτασία ομορφιάς με γενναιοδωρία μαζί..., σπάνιος άνθρωπος..., χρόνια με πήρε να κυκλοφορήσω τον πρόωρο χαμό της...
Μαζεύαμε λουλούδια και έφτιαχνε η άτιμη κάτι στεφάνια! Ένα κρεμούσαμε στην είσοδο του πατρικού και ένα, (όταν γυρνούσε σπίτι αμέσως έμπαινε στο μπάνιο, φόραγε ένα μεταξωτό της κλασικά και σχεδόν σαν αερικό του Μάη -έτσι μου φαινόταν στα μάτια μου, σαν κάτι πολύ σπέσιαλ για τούτο τον κόσμο- πεταγόταν μέχρι την ενορίας μας, να το κρεμάσει) στην πόρτα της εκκλησιάς. "Μέχρι να στρώσετε τραπέζι" έλεγε και χανόταν αθόρυβα... Όπως ακριβώς κι όταν γυρνούσε... Αθόρυβη και πολύτιμη... Σαφώς δε φανέρωνε που πάει -άλλωστε μόνο σε υποχρεώσεις και Μ. Παρασκευή πήγαινε εκκλησία γιατί δεν προλάβαινε να παίξει με το διάολο όπως έλεγε... Εγώ πάντα ήξερα... Έβλεπα την άλλη μέρα στο σχολείο το στεφάνι απέναντι στη μαντεμένια πόρτα της εκκλησιάς να ξεχωρίζει πάντα απ’ τα άλλα… Και να σου ψηφίζουν τα φιλαράκια το ποιο ωραίο, να'ναι το δικό της και να φουσκώνεις από περηφάνεια μα από κάτι μάλλον που γινόταν θρύψαλα μέσα σου να μη το φανερώνεις... Μόνο ένα δάκρυ... Απίστευτη γυναίκα όχι γιατί ήταν μάνα μου..., ήμουν απλά τυχερή... "Για πάρτη σου", μου έλεγε, "όπως το γουστάρεις εσύ..." Και πρόσθετε με νόημα: "αγάπη με ότι καταπιάνεσαι και σεβασμό, προχώρα... "
Όταν πέθανε και ανοίξανε το φέρετρο..., ένα λουλούδι είχαν βάλει στ’ αφτί της... Πάγωσε όλο το κοιμητήριο… Δεν είχαν αντικρύσει τα μάτια μου τέτοια ομορφιά..., συγχρόνως και να νοιώθω τελειωμένη... Θυμήθηκα τα μαγιάτικα στεφάνια της με απαραιτήτως ένα λουλούδι παράταιρο που έβγαζε όλο το κάλλος...
(Μάνα..., μη βγάλεις δάκρυ… Bγάζω τη μέρα όπως μου έμαθες...)
Δευτέρα, Απριλίου 23, 2007
Όρθρου βαθέος, του Νίκου Εγγονόπουλου
Εκείνο που σ’ εμένα
συγκινούσε
-και συγκινεί πάντοτε-
τους
ανθρώπους
είναι
η καταπληκτική μου ομοιότης
με τον
Αβραάμ Λίνκολν
Μάλιστα σαν κάποτες ανεγέρθηκε το μπρούτζινό μου άγαλμα
σε μιαν οποιαδήποτε πλατεία του Πειραιώς
εναπόθεσαν
στα πόδια μου σιωπηλά
κάτι
που έμοιαζε
-δεν εδιάκρινα καλά πάν’ απ’ το βάθρον-
σαν λείψανο
σα χάλκινο
μαγκάλι
μ’ αναμμένα κάρβουνα
περίμενα, να νυχτώσει καλά
κι όταν πλησίασα
να δω
διεπίστωσα
-με τι χαρά-
ότι δεν είταν τίποτ’ άλλο
παρά
τα μαύρα μάτια της γυναίκας π’ αγαπώ
που
ελάμπανε
μεσ’ στο
σκοτάδι
1946
Σάββατο, Απριλίου 21, 2007
των ματιών τα παλιά έγγραφα, του Σωκράτη
Από την έλξη στον κόσμο κινήθηκα
και στους λόφους φορές πολλές δυο στήθη
κατά κράτος νικήθηκα
μέσα στο ακούγομαι
σέρνοντας τα γεράνια σεντόνια στα πόδια σου
Δυναστεία των ρόδων
πού ξυπνάς
πού λυπάσαι
Μια διάθεση
μάντιδα δάφνη στο στόμα
Πες εκείνα τα λόγια
κατά κράτος νικήθηκα
μέσα στο ακούγομαι
σέρνοντας τα γεράνια σεντόνια στα πόδια σου
Δυναστεία των ρόδων
πού ξυπνάς
πού λυπάσαι
Μια διάθεση
μάντιδα δάφνη στο στόμα
Πες εκείνα τα λόγια
των ασωμάτων το βάρος
τ` ανεξέλεγκτα φωνήεντα πες
το μέγα ρεύμα που βαφτίστηκε ο άνεμος
και κοιμάται τώρα στην ηχώ αρωμάτων
Στο πέραν του γέλιου
των ματιών τα παλιά έγγραφα ξεφυλλίζω
τ` ανεξέλεγκτα φωνήεντα πες
το μέγα ρεύμα που βαφτίστηκε ο άνεμος
και κοιμάται τώρα στην ηχώ αρωμάτων
Στο πέραν του γέλιου
των ματιών τα παλιά έγγραφα ξεφυλλίζω
Σωκράτης Ξένος
Κυριακή, Απριλίου 15, 2007
Τον εαυτό του παιδί
(To τραγουδάκι από Μάριο Φραγκούλη, σε στίχους Παρασκευά Καρασούλου)
Όταν ήμουν παιδί έξω ακριβώς απ το σπίτι μας έχωνα το ξυπόλυτο πόδι μου στο αυλάκι με το νερό που κατέβαινε από κατηφορικό δρόμο με ορμή. Έβρισκα ακριβώς το σημείο που πια δροσερά γαργαλιόμουν στην πατούσα, ζύγιαζα το κορμί μου καλά -το ένα πόδι πάνω στο τσιμέντο τ' άλλο σα να περπατούσα πάνω στα κύματα- έκλεινα τα μάτια και ένιωθα περίεργα. Μάλλον ευτυχία. Ηδονή, λέω τώρα. Ένα παιχνίδι ήταν κι αυτό σαν όλα τ' άλλα..
Σάββατο, Μαρτίου 31, 2007
Στη Μαρία
ΜΑΡΙΑ
'Εξω από το παράθυρο έλαμπε το πέλαγος.
Θα τρελλαθώ αν χαθεί το πέλαγος, είπε η Μαρία.
'Εκρυβε με τα χέρια τη γυμνότητα,
παράφορη, γυρίζοντας
με μια τρομαχτικήν απόγνωση σ' όλα τα κέντρα,
σ' όλους τους κινηματογράφους της πρωτεύουσας.
Τον γύρευε. Ρωτούσε τους πορτιέρηδες επίμονα.
Παραξενεύονταν που δεν τον είχε ιδεί κανείς.
Πού νάναι; πού είναι; πες μου τώρα, πες μου εσύ.
Πάντα γυμνή, τόσο άμυαλη. Και ξάφνου
μέσα στο φως: Λευτέρη! φώναξε
κι όρμησε πάνω του. Μα εκείνος
είταν βουβός, πολύ βουβός, ένας χαμένος
ίσκιος. Και την έσυρε. Και πέθαναν.
Τους πήρε το τιμόνι στον κατήφορο, τους τσάκισε
τα κόκκαλα και τα νεφρά. Πολύν καιρό
κατόπι μας βασάνισε η ψυχή τους.
Tάκης Σινόπουλος
-----
Στη φωτό η Μαρία Σινοπούλου, το γένος Ντόττα.
Θα μπορούσε να είναι κι η μάνα μου... Παιδικές αναμνήσεις από ανοιξιάτικες εκδρομές στα πέριξ και ναι, το κορίτσι στη φωτό θα μπορούσε να είναι η μάνα μου… Τί σημασία έχει;
Ένα όμορφο κορίτσι με μπαντάνα στα μαλλιά, ας υποθέσουμε πως δέκα χρόνια μετά το θάνατο του μεγαλύτερου ίσως μεταπολεμικού ποιητή, γίνεται αυτόχειρας... Υποθέσεις, αλήθειες, ψέματα τί σημασία έχει; Ποιος νοιάστηκε ποτέ γυναίκα ποιητή;
Δευτέρα, Μαρτίου 26, 2007
H λατρεμένη πριγκήπισσα
Στη χώρα των παραμυθιών λένε πως κάποτε ένας ξακουστός για τη σοφία του πρίγκηπας έκλεψε την καρδιά της πιο όμορφης πριγκηποπούλας του κόσμου! Σάλεψε ο πρίγκηπας, λένε τα παραμύθια, σάλεψε μόλις αντίκρισε τα κάλλη της, ένιωσε δέος άλλοι λένε, μα σίγουρα έφυγε σαστισμένος και ταξίδεψε δυτικά για να την ξεχάσει. Ποιος ξέρει γιατί… Σοφός δεν ήταν; Περιπλανήθηκε πάντως αρκετά, μη ξέροντας κι ο ίδιος το γιατί. Μόνο η μοίρα του ήξερε…
Η πριγκηποπούλα μένοντας απρόσμενα μονάχη, ένιωσε να σβήνει απ’ τη ζωή. Δεν ήταν μόνο αυτό το άγγιγμα στα ακροδάχτυλα που τους ένωσε, είναι που ένιωσε στην ανάσα αυτού του άντρα το αγαπημένο ταίρι της που τη σημάδευε για πάντα. Το παραμύθι λέει πως έφτασε μέχρι και το μαγικό σπίτι, πέρα μακριά απ’ το φαράγγι, να πάρει ένα χρησμό, να παρακαλέσει τα πνεύματα να της τον στείλουν πίσω κοντά της. Ο χρησμός συμβούλευε την πριγκήπισσα να κρατηθεί μακριά απ’ τον άντρα που αγάπησε. Ο χρησμός έλεγε ότι ο αγαπημένος της πρίγκηπας θα την αρνηθεί χίλιες φορές, μα δε θα πάψει ποτέ να την αγαπά. Ο χρησμός έλεγε πως κάποτε ο βασανισμένος πρίγκηπας θα γυρίσει κοντά στην αγαπημένη του αποφασισμένος να ζήσει μαζί της και τότε, έλεγε ο καταραμένος χρησμός, η πριγκήπισσα θα αρρωστήσει και θα πεθάνει μέσα στα χέρια του και στα φιλιά του…
---
Ανόητη πριγκήπισσα. Ποτέ δεν σταμάτησε να προσεύχεται για το γυρισμό του αγαπημένου της πρίγκηπα!
Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2007
Eυγνωμοσύνη, Umberto Saba
Ένας χρόνος που αυτή την εποχή ήμουν στη Ρώμη.
Είχα τη Ρώμη και την ευτυχία.
Τη μια γευόμουνα ελεύθερα, την άλλη
στα κρυφά, το κακό μάτι να ξορκίσω
Μα όλα
με ήθελαν μακάριο όλες τις ώρες.
Κι ενός δημιουργού Θεού η σκέψη μου ήταν.
Το Μιλάνο κάτω απ' το χιόνι είναι πιο θλιβερό,
ίσως πιο όμορφο. Πολλά πέρασα,
που μέσα μου ακόμη ζουν,
σ' αυτήν την ανθρώπινη κι οδυνηρή πολιτεία
Καταφεύγω στη θαλπωρή της κουζίνας' ένας συγγενής
που ξαναβρίσκω και χάνω, σηκώνει τα μάτια
και τη φωνή απ' τα δύσκολα τετράδια
Βλέπει τα λευκά λουλούδια' βλέπει τη μάνα του,
σκυμμένη με τις ασχολίες της. Και λέει
στρέφοντας το φαιδρό του πρόσωπο σε κείνη: "Mητερούλα,
σαν ξεμυτήσεις θα σε φιλήσει το χιόνι".
Κι η καρδιά δέχεται εκείνο το φιλί.
Είχα τη Ρώμη και την ευτυχία.
Τη μια γευόμουνα ελεύθερα, την άλλη
στα κρυφά, το κακό μάτι να ξορκίσω
Μα όλα
με ήθελαν μακάριο όλες τις ώρες.
Κι ενός δημιουργού Θεού η σκέψη μου ήταν.
Το Μιλάνο κάτω απ' το χιόνι είναι πιο θλιβερό,
ίσως πιο όμορφο. Πολλά πέρασα,
που μέσα μου ακόμη ζουν,
σ' αυτήν την ανθρώπινη κι οδυνηρή πολιτεία
Καταφεύγω στη θαλπωρή της κουζίνας' ένας συγγενής
που ξαναβρίσκω και χάνω, σηκώνει τα μάτια
και τη φωνή απ' τα δύσκολα τετράδια
Βλέπει τα λευκά λουλούδια' βλέπει τη μάνα του,
σκυμμένη με τις ασχολίες της. Και λέει
στρέφοντας το φαιδρό του πρόσωπο σε κείνη: "Mητερούλα,
σαν ξεμυτήσεις θα σε φιλήσει το χιόνι".
Κι η καρδιά δέχεται εκείνο το φιλί.
Απόδοση:Σωτ.Παστάκας
Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2007
Έχει κι ο φτωχός πουλί
Να' χεις στόλους και βαπόρια
και πλεούμενα πελώρια
Με το δένε και το λύνε
λίγο βέβαια δεν είναι
Όμως της ζωής το αλάτι
βρίσκεται μες στο κρεβάτι
Μια μονάχα μες στις δέκα
να ' ναι αληθινή γυναίκα
Και τα τέτοια δεν τα θέλει
Κύριε Γιώργο Κύριε Τέλη
Μάθετέ το είναι καιρός
Ίδια τα 'δωκε ο Θεός
Τι λιγάκι τι πολύ
έχει κι ο φτωχός πουλί
Οδυσσέας Ελύτης,
ποίημα στη συλλογή οι ανορθογραφίες,
στην έκδοση "Τα Ρω του έρωτα",
εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Απ' το πρωί τρωγόμουν να βάλω ένα του Ρίλκε! Παγκόσμια ημέρα ποίησης σου λέει! Ρε ου να μου χαθείτε! Κοπρίτες, χαραμοφάηδες! Θου Κύριε, να μη πω που την έχουν γραμμένη την ποίηση, τα λαμόγια! Ο φτωχός και το πουλί του και πολύ σας πέφτει! Να τα κάψουν ρε όλα! Να μαζευτούν όλοι οι ποιητές στο Σύνταγμα και να τα κάψουν! Τσογλάνια! Mεγαλοεκδότες του φανταζί, του κουμπάρου, της θείτσας, του Γιάννη, της Ελένης...
και πλεούμενα πελώρια
Με το δένε και το λύνε
λίγο βέβαια δεν είναι
Όμως της ζωής το αλάτι
βρίσκεται μες στο κρεβάτι
Μια μονάχα μες στις δέκα
να ' ναι αληθινή γυναίκα
Και τα τέτοια δεν τα θέλει
Κύριε Γιώργο Κύριε Τέλη
Μάθετέ το είναι καιρός
Ίδια τα 'δωκε ο Θεός
Τι λιγάκι τι πολύ
έχει κι ο φτωχός πουλί
Οδυσσέας Ελύτης,
ποίημα στη συλλογή οι ανορθογραφίες,
στην έκδοση "Τα Ρω του έρωτα",
εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Απ' το πρωί τρωγόμουν να βάλω ένα του Ρίλκε! Παγκόσμια ημέρα ποίησης σου λέει! Ρε ου να μου χαθείτε! Κοπρίτες, χαραμοφάηδες! Θου Κύριε, να μη πω που την έχουν γραμμένη την ποίηση, τα λαμόγια! Ο φτωχός και το πουλί του και πολύ σας πέφτει! Να τα κάψουν ρε όλα! Να μαζευτούν όλοι οι ποιητές στο Σύνταγμα και να τα κάψουν! Τσογλάνια! Mεγαλοεκδότες του φανταζί, του κουμπάρου, της θείτσας, του Γιάννη, της Ελένης...
Δευτέρα, Μαρτίου 19, 2007
Το σακί
Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και στις κοτρόνες
καθώς τους φύτευε το βουνό.
Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ' το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιεί
και το 'να μάτι του με κοίταζε απ' το πλάι.
Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πως του χαμογέλαγα
κρατώντας τ' άλογο με περηφάνια.
Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.
Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.
Γιώργη Παυλόπουλου
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και στις κοτρόνες
καθώς τους φύτευε το βουνό.
Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ' το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιεί
και το 'να μάτι του με κοίταζε απ' το πλάι.
Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πως του χαμογέλαγα
κρατώντας τ' άλογο με περηφάνια.
Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.
Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.
Γιώργη Παυλόπουλου
Κυριακή, Μαρτίου 18, 2007
Σαν τον καραγκιόζη
http://www.youtube.com/watch?v=82Xy3yjitGc
Κείνο που με τρώει
κείνο που με σώζει
είναι π' ονειρεύομαι
σαν τον καραγκιόζη
Ό,τι και να πω
κάτι περισσεύει
Τρύπια ειν' η αγάπη μας
και δε μας προστατεύει
Λευκό μου σεντονάκι
λάμπα μου τρελή
Ποια αγάπη τάχα μας φυσάει
Βάλε στη σκιά σου τούτο το παιδί
Που δεν έχει απόψε πού να παει πού να παει
Σαν σκιές γλιστρούν λόγια και εικόνες
Κάρα σκουπιδιάρικα, φεύγουν οι χειμώνες
Αν δε ντρέπεσαινα καθίσεις πίσω
Έλα Ηπείρου κι Αχαρνών να σε γιουχαΐσω
Λευκό μου σεντονάκι
λάμπα μου τρελή
Ποια αγάπη τάχα μας φυσάει
Βάλε στη σκιά σου τούτο το παιδί
Που δεν έχει απόψε πού να πάει πού να πάει
Διον. Σαββόπουλου
Κείνο που με τρώει
κείνο που με σώζει
είναι π' ονειρεύομαι
σαν τον καραγκιόζη
Ό,τι και να πω
κάτι περισσεύει
Τρύπια ειν' η αγάπη μας
και δε μας προστατεύει
Λευκό μου σεντονάκι
λάμπα μου τρελή
Ποια αγάπη τάχα μας φυσάει
Βάλε στη σκιά σου τούτο το παιδί
Που δεν έχει απόψε πού να παει πού να παει
Σαν σκιές γλιστρούν λόγια και εικόνες
Κάρα σκουπιδιάρικα, φεύγουν οι χειμώνες
Αν δε ντρέπεσαινα καθίσεις πίσω
Έλα Ηπείρου κι Αχαρνών να σε γιουχαΐσω
Λευκό μου σεντονάκι
λάμπα μου τρελή
Ποια αγάπη τάχα μας φυσάει
Βάλε στη σκιά σου τούτο το παιδί
Που δεν έχει απόψε πού να πάει πού να πάει
Διον. Σαββόπουλου
Eικοστό...
...από τα "Είκοσι Ερωτικά Ποιήματα κι ένα
Τραγούδι Απελπισμένο" του Πάμπλο Νερούδα
Μπορώ να γράψω τους πιο θλιμμένους στίχους απόψε.
Να γράψω, για παράδειγμα:" Η νύχτα ειν' αστερόεσσα,
και τρέμουνε, γαλάζια, τ' αστέρια μακριά".
Ο άνεμος της νύχτας γυρνάει στον ουρανό και τραγουδά.
Μπορώ να γράψω τους πιο θλιμμένους στίχους απόψε.
Την αγάπησα, και φορές μ' αγάπησε κι εκείνη.
Νύχτες όπως αυτή την είχα μες στα χέρια μου.
Τη φίλησα τόσες φορές κάτω από τον απέραντο ουρανό.
Μ' αγάπησε, κάποιες φορές κι εγώ την αγαπούσα.
Πώς να μην αγαπήσω τα μεγάλα μάτια της τα έντονα.
Μπορώ να γράψω τους πιο θλιμμένους στίχους απόψε.
Να σκεφτώ πως δεν την έχω. Να νιώσω πως την έχω χάσει.
Ν' ακούσω την τεράστια νύχτα, πιο τεράστια χωρίς αυτήν.
Κι ο στίχος πέφτει στην ψυχή όπως στη χλόη η δροσιά.
Τί πειράζει που η αγάπη μου δεν γίνονταν να την κρατήσει.
Η νύχτα είν' αστερόεσσα κι αυτή δεν είναι πια μαζί μου.
Αυτό ειν' όλο. Στο βάθος κάποιος τραγουδά. Στο βάθος.
Δεν το δέχεται η ψυχή μου ότι πια την έχει χάσει.
Σαν για να την πλησιάσει η ματιά μου την ψάχνει.
Η καρδιά μου την ψάχνει, και δεν είναι πια μαζί μου.
Ίδια η νύχτα που λευκαίνει τα ίδια δέντρα.
Εμείς εκείνοι από το παρελθόν, δεν είμαστε πια ίδιοι.
Πια δεν τη θέλω, είναι σίγουρο, μα πόσο την αγάπησα.
Γύρευε άνεμο η φωνή μου την ακοή της για ν' αγγίξει.
Του άλλου. Θα 'ναι του άλλου. Όπως πριν των φιλιών μου.
Η φωνή, το φωτεινό κορμί της. Τ' απέραντα μάτια της.
Πια δεν την αγαπώ, είναι σίγουρο, μα ίσως να την αγαπώ.
Είναι τόσο μικρή η αγάπη, κι είναι μεγάλη η λησμονιά.
Γιατί νύχτες όπως αυτή την είχα μες στα χέρια μου,
και δεν το δέχεται η ψυχή μου ότι πια την έχει χάσει.
Αν και αυτός θα 'ναι ο τελευταίος πόνος που μου δίνει,
κι αυτοί θα ' ναι οι τελευταίοι στίχοι που της γράφω.
Μετάφραση Βασ. Λαλιώτη
Τραγούδι Απελπισμένο" του Πάμπλο Νερούδα
Μπορώ να γράψω τους πιο θλιμμένους στίχους απόψε.
Να γράψω, για παράδειγμα:" Η νύχτα ειν' αστερόεσσα,
και τρέμουνε, γαλάζια, τ' αστέρια μακριά".
Ο άνεμος της νύχτας γυρνάει στον ουρανό και τραγουδά.
Μπορώ να γράψω τους πιο θλιμμένους στίχους απόψε.
Την αγάπησα, και φορές μ' αγάπησε κι εκείνη.
Νύχτες όπως αυτή την είχα μες στα χέρια μου.
Τη φίλησα τόσες φορές κάτω από τον απέραντο ουρανό.
Μ' αγάπησε, κάποιες φορές κι εγώ την αγαπούσα.
Πώς να μην αγαπήσω τα μεγάλα μάτια της τα έντονα.
Μπορώ να γράψω τους πιο θλιμμένους στίχους απόψε.
Να σκεφτώ πως δεν την έχω. Να νιώσω πως την έχω χάσει.
Ν' ακούσω την τεράστια νύχτα, πιο τεράστια χωρίς αυτήν.
Κι ο στίχος πέφτει στην ψυχή όπως στη χλόη η δροσιά.
Τί πειράζει που η αγάπη μου δεν γίνονταν να την κρατήσει.
Η νύχτα είν' αστερόεσσα κι αυτή δεν είναι πια μαζί μου.
Αυτό ειν' όλο. Στο βάθος κάποιος τραγουδά. Στο βάθος.
Δεν το δέχεται η ψυχή μου ότι πια την έχει χάσει.
Σαν για να την πλησιάσει η ματιά μου την ψάχνει.
Η καρδιά μου την ψάχνει, και δεν είναι πια μαζί μου.
Ίδια η νύχτα που λευκαίνει τα ίδια δέντρα.
Εμείς εκείνοι από το παρελθόν, δεν είμαστε πια ίδιοι.
Πια δεν τη θέλω, είναι σίγουρο, μα πόσο την αγάπησα.
Γύρευε άνεμο η φωνή μου την ακοή της για ν' αγγίξει.
Του άλλου. Θα 'ναι του άλλου. Όπως πριν των φιλιών μου.
Η φωνή, το φωτεινό κορμί της. Τ' απέραντα μάτια της.
Πια δεν την αγαπώ, είναι σίγουρο, μα ίσως να την αγαπώ.
Είναι τόσο μικρή η αγάπη, κι είναι μεγάλη η λησμονιά.
Γιατί νύχτες όπως αυτή την είχα μες στα χέρια μου,
και δεν το δέχεται η ψυχή μου ότι πια την έχει χάσει.
Αν και αυτός θα 'ναι ο τελευταίος πόνος που μου δίνει,
κι αυτοί θα ' ναι οι τελευταίοι στίχοι που της γράφω.
Μετάφραση Βασ. Λαλιώτη
Παρασκευή, Μαρτίου 16, 2007
Η κακοκαιρία των προσχημάτων
Το ανέβαλες. Κακοκαιρία μεγάλη, πέσανε χιόνια
κλείσανε οι δρόμοι, πάγοι, μεγάλη ολισθηρότης.
Καλά έκανες. Εάν δεν είναι ολισθηρή η επιθυμία
προς τι να έρθει;
---
Kική Δημουλά
Δευτέρα, Μαρτίου 12, 2007
Παρενθετικά
Λευτέρης(12/3/2007 14:42:42): Δεν έχω λόγια.... (ξέρεις τι νιώθω...)
Κατερίνα(12/3/2007 14:42:54): οκ
Κατερίνα(12/3/2007 14:43:01): κατάλαβα
Λευτέρης(12/3/2007 14:43:08): δηλ.ξέρεις;;;;;;
Κατερίνα(12/3/2007 14:43:14): ναι...
Λευτέρης(12/3/2007 14:43:28): o.k...
Λευτέρης(12/3/2007 14:43:36): ... (σγπ)
Κατερίνα(12/3/2007 14:43:42): κι εγώ...
Κατερίνα(12/3/2007 14:43:47): (πολύ...)
Κυριακή, Μαρτίου 11, 2007
Άτιτλο 1
Θέλω να δω και να πιστέψω
είπε
κι έψαυσε τα σημάδια των καρφιών
πάνω στο βιβλίο με τα παραμύθια
---
Από τότε
έχασε το προνόμιο να πονάει
και να ονειρεύεται
έγινε ένα με το είδωλό του
και γυρίζει βουβός κι αλλόφρων
μέσα στους καθρέφτες
τις νύχτες
---
Γιώργος Αναγνωστόπουλος
Σύγνεφο με παντελόνια
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
(Ένα μικρό απόσπασμα απ' το Τετράπτυχο)
Σε σένα Λιλή
...
Αλό, αλό!
Ποιός εκεί;
Α εσύ μητέρα,
Μητέρα, ο γιός σας είναι εξαίσια άρρωστος.
Μητέρα!
Πάσχει από πυρκαϊά καρδιάς.
Πέστε στις αδερφές, τη Λιούντα και την Όλια,
δεν έχει πια που ν'απαγγιάσει.
Κάθε λέξη,
ακόμα κι ένα αστείο
που φτύνει απ'το καψαλιασμένο στόμα του,
πετάγεται όξω σαν πόρνη γδυτή
απόνα μπορντέλο που' πιασε φωτιά.
...
Στο πρόσωπο που ακόμα καίγεται,
απ' τη σκισμάδα των χειλιών,
ένα μικρό-μικρό φιλί απανθρακωμένο
προβαίνει να ριχτεί στο δρόμο.
Μητέρα.
Δε μπορώ να τραγουδήσω.
Στο παρεκκλήσι της καρδιάς μου
τα ψαλτήρια καίγονται...
Εδώ το τελευταίο του γράμμα
http://www.epohi.gr/zoe_vladimir_issues_162003.htm
(Ένα μικρό απόσπασμα απ' το Τετράπτυχο)
Σε σένα Λιλή
...
Αλό, αλό!
Ποιός εκεί;
Α εσύ μητέρα,
Μητέρα, ο γιός σας είναι εξαίσια άρρωστος.
Μητέρα!
Πάσχει από πυρκαϊά καρδιάς.
Πέστε στις αδερφές, τη Λιούντα και την Όλια,
δεν έχει πια που ν'απαγγιάσει.
Κάθε λέξη,
ακόμα κι ένα αστείο
που φτύνει απ'το καψαλιασμένο στόμα του,
πετάγεται όξω σαν πόρνη γδυτή
απόνα μπορντέλο που' πιασε φωτιά.
...
Στο πρόσωπο που ακόμα καίγεται,
απ' τη σκισμάδα των χειλιών,
ένα μικρό-μικρό φιλί απανθρακωμένο
προβαίνει να ριχτεί στο δρόμο.
Μητέρα.
Δε μπορώ να τραγουδήσω.
Στο παρεκκλήσι της καρδιάς μου
τα ψαλτήρια καίγονται...
Εδώ το τελευταίο του γράμμα
http://www.epohi.gr/zoe_vladimir_issues_162003.htm
Eρωτικό
Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή
Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρείς είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Eίτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος
Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ’ άστρα
Μαζεύονται όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μεσ’ στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ’ το παραθυρό σου
Το προσωπό μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα
Μάνος Χατζιδάκις 1966, από τη συλλογή “Μυθολογία”
Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρείς είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Eίτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος
Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ’ άστρα
Μαζεύονται όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μεσ’ στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ’ το παραθυρό σου
Το προσωπό μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα
Μάνος Χατζιδάκις 1966, από τη συλλογή “Μυθολογία”
Σάββατο, Μαρτίου 10, 2007
Φέιρούζ
Η Φέιρούζ σηκώνει χείλη
προς ουρανό
για να βρέξει γιασεμί
κάτω σ' αυτούς που βρέθηκαν εκεί
χωρίς να ξέρουν την αγάπη που φωλιάζει μέσα τους
(Ρόνυ Σονέκ, ισραηλινός ποιητής που γεννήθηκε στη Βαγδάτη)
Παρασκευή, Μαρτίου 09, 2007
Άχνα!
"Άχνα! Μη-βγάλεις ά-χ-ν-α!"
Κάθε που τις έτρωγα ακολουθούσε και το βασανιστήριο της σιγής του πόνου! Με κοίταζε ίσα στα μάτια και πρότεινε επιτακτικά το δάκτυλό της μπροστά στο σαστισμένο μου προσωπάκι γιατί δεν σήκωνε αντίρρηση. Ήθελε να μου επιβάλλει μια σιωπή κοφτή, φρεναριστή με την πλάτη στητή κι από μέσα μου λυγμοί να σπάνε τα σπλάχνα ουρλιαχτό μα να μη τολμάς να το αποθέσεις σε έξω χρόνο και τόπο. Γιατί η μάνα μας ήταν "η σκληρή" που σεβόταν το πένθος γιατί πίστευε ότι ήταν ιερό να τηρείς τη διαδικασία του και μάλιστα με απόλυτη ακρίβεια, μια ιεροτελεστία ένα πράγμα τόσο απλό για αυτήν να πενθείς στητός, ντίβα λέω τώρα.., γιατί αυτό ήταν όλο δικό σου κι ο αποδέκτης του πένθους σου ήσουν μονάχα εσύ καταμόναχος, δεν αφορούσε κανέναν άλλον κι αυτό έπρεπε με κάποιο τρόπο να στο διδάξει.. Και πώς να σου περάσει τη στόφα μιας ντίβας όταν ο κόσμος μας ήτανε τόσο μικρός και πώς να σε υποβάλλει να σταθείς σα μπαλαρίνα στο χώρο με τους καθρέπτες, τα γκράν ζετέ και τις μπάρες., όταν οι μόνες εικόνες που έπαιρνες γύρω σου ήταν τα πανηγύρια με τις υπερβολές των μικρών ανθρώπων..
Ψηλά το κεφάλι, λοιπόν, στητός ο λαιμός σου και άχνα!
Μη βγάλεις άχνα!
Ά-χ-ν-α!
Πέμπτη, Ιανουαρίου 18, 2007
φφφφφ...
Και ενώ το ζεις. Είσαι μέσα. Όλος μέσα. Και νοιώθεις, νοιώθεις, νοιώθεις... Και ο χρόνος είναι τόσο δα μικρός και δε σώνει. Μα υπάρχει. Για σένα, αυτό που δεν υπάρχουν λόγια, υπάρχει. Μόνο για σένα.Ένα παιδί, για σένα υπάρχει και θες να του προσφέρεις ότι πιο πολύτιμο έχεις. Γιατί η ψυχή, όσο ζεις, βγαίνει μόνο από πέρασμα στα παιδικά μας χρόνια... Στο σπίτι που αγριέψαμε το δίχως μανόλια, γαζία τι σημασία έχει; Κι ενώ όλα μπροστά σου ξετυλίγονται αληθινά -παράδεισος ο κήπος σου άνθη λευκής μανόλιας μυρωδιά ακακίας- ποιος το περίμενε τα χάνεις! Και τότε βγάζεις τα φτερά και τα πατάς.
Kι όμως, οι άνθρωποι για ν' αγαπήσουνε θέλει να ανοίξουν τα φτερά και να πετάξουν. Με τα κλειδιά ενός παράδεισου που δεν υπάρχει το εγώ αλλά εσύ κι ο κόσμος γύρω μας και μέσα μας, να ανοίξουνε τη φυλακή που έχει μέσα της ψυχή, να την τραβήξουν με τη χούφτα τους, τα ματωμένα σπλάχνα τους έτσι όπως σπαρταράνε στον ιερό βωμό να αποθέσουν. Kαι με ένα φύσημα να δώσουνε ζωή.
Κι ύστερα πέταγμα...
φφφφφ...
Kι όμως, οι άνθρωποι για ν' αγαπήσουνε θέλει να ανοίξουν τα φτερά και να πετάξουν. Με τα κλειδιά ενός παράδεισου που δεν υπάρχει το εγώ αλλά εσύ κι ο κόσμος γύρω μας και μέσα μας, να ανοίξουνε τη φυλακή που έχει μέσα της ψυχή, να την τραβήξουν με τη χούφτα τους, τα ματωμένα σπλάχνα τους έτσι όπως σπαρταράνε στον ιερό βωμό να αποθέσουν. Kαι με ένα φύσημα να δώσουνε ζωή.
Κι ύστερα πέταγμα...
φφφφφ...
Δευτέρα, Νοεμβρίου 27, 2006
παλιομπουκλίτσα
Δώσαμε ραντεβού στο γνωστό μέρος μου φάνηκε πως ήρθε λίγο μουδιασμένος, μπα δεν του ταιριάζει το μούδιασμα, τέλος πάντων με είχε μαλώσει τις τελευταίες ημέρες με τα παράπονα μου στοίβα κι εγώ έτσι νόμισα ότι μπήκε. Έβλεπα μια παλιά φωτογραφία, μύριζε πτώμα, πως πέφτει ένα κορμί κρεμασμένο σαν εκκρεμές στο κενό μες στην πλατεία της Λάρισας, δεν ξέρω πως είναι δυνατόν με τέτοια εικόνα φρίκης ντοκουμέντο μπροστά μου κι όμως είχα πια συνειδητοποιήσει τι έπαιζε μεταξύ μας και ήμουν εξαιρετικά ήρεμη ακόμα και μ αυτήν την αύρα του θανάτου που έβγαινε μέσα απ το παλιό μισοσκισμένο χαρτί που μύριζε θάνατο.
Κάναμε έρωτα αμέσως τόσος πόθος άσβεστος που να κρατηθεί σχεδόν πίεζε το κορμί μου, με τα χάδια του σα μια πορσελάνη μες στα χοντρά του δάχτυλα να την ακούσει να γίνεται θρύψαλα έτσι μου φάνηκε σαν το πιο ιερό πράγμα που έχει βάλει ποτέ μες στις χούφτες του και σχεδόν πάλευε μέσα του να μη παρασυρθεί απ την υπέρμετρη επιθυμία του και με λιώσει. Θεέ μου..
Κάναμε έρωτα αμέσως τόσος πόθος άσβεστος που να κρατηθεί σχεδόν πίεζε το κορμί μου, με τα χάδια του σα μια πορσελάνη μες στα χοντρά του δάχτυλα να την ακούσει να γίνεται θρύψαλα έτσι μου φάνηκε σαν το πιο ιερό πράγμα που έχει βάλει ποτέ μες στις χούφτες του και σχεδόν πάλευε μέσα του να μη παρασυρθεί απ την υπέρμετρη επιθυμία του και με λιώσει. Θεέ μου..
Έβγαλε τη στριφογυριστή μπουκλίτσα και μου την έδωσε χαμογελώντας σαν τον Κωνσταντή θαρρώ, ναι σίγουρα σαν τον Κωνσταντή. Ο δεύτερος διπλός του βόλος, είχε κι άλλον στην τσέπη, άπλωσε την παλάμη ανοιχτή, φώτισε το προσωπάκι του και μου την προσέφερε χαμογελώντας σχεδόν πονηρά να χαρεί και το παιδί της αλάνας με τα μελαγχολικά μάτια που δεν είχε.
Τώρα που γράφω, που και που, μυρίζω στην μπουκλίτσα του το άρωμα του κορμιού του... και με την παλιομπουκλίτσα χαϊδέυομαι στο αφτί..
Τώρα που γράφω, που και που, μυρίζω στην μπουκλίτσα του το άρωμα του κορμιού του... και με την παλιομπουκλίτσα χαϊδέυομαι στο αφτί..
Κυριακή, Ιουνίου 18, 2006
Koυβαλώ την καρδιά σου
Κουβαλώ μαζί μου την καρδιά σου
μέσα στην καρδιά μου
ποτέ δεν είμαι μόνος
όπου πάω είσαι κι εσύ
ότι κάνω μόνος μου
το κάνεις κι εσύ, αγάπη μου
---
Δε φοβάμαι τη μοίρα
εσύ είσαι η μοίρα μου, γλυκιά μου
δε θέλω τον κόσμο
εσύ είσαι ο κόσμος, ομορφιά μου
---
Αυτό είναι το πιο κρυμμένο μυστικό
η ρίζα της ρίζας
ο ανθός του ανθού
ο ουρανός του ουρανού
του δένδρου που λέγεται ζωή
που ψηλώνει πιο πολύ
απ' όσο η ψυχή ελπίζει
ή το μυαλό μπορεί να κρύψει
Είναι το θαύμα που κρατά
τ' αστέρια χώρια
---
Κουβαλώ την καρδιά σου
την κουβαλώ στην καρδιά μου
-Ε.Ε.Κάμινγκς-